Μαρτίου 07, 2013

Το σημείο σου

Με τα πολλά έχει πλέον νυχτώσει. Αυτός, καθιστός στο δωμάτιό του, καρτερικά αναμένει τις στερνές τούτες ώρες της σιωπής του το σημείο που του έχεις υποσχεθεί, το γνέμα σου. Περιμένει ώρες πολλές, μέρες ολόκληρες, μα καθώς περνούν τα τελευταία αυτά λεπτά πρώτη φορά του περνάει από το μυαλό η σκέψη πως μπορεί και να ψεύσθηκες, ότι μπορεί και το σημείο σου να μην υπάρξει. Ριγεί σύγκορμος. Δακρύζει, τρέχει στην τουαλέτα και ξερνάει εμέτους κι αίματα στον καμπινέ.
Επιστρέφει στο δωμάτιο παίρνοντας βαθιές ανάσες. Οι πνεύμονες του φουσκώνουνε ρουφώντας αχόρταγα αέρα, το στήθος του μεγαλώνει σε όγκο· ολόκληρος πρήζεται και αυξάνει. Κι έτσι όπως το σώμα του διαστέλλεται διαρκώς, οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου του φαντάζουν επικίνδυνα μικροί. Αρπάζει τον αναπτήρα και το πακέτο με τα τσιγάρα και βγαίνει στο μπαλκόνι.

Φεβρουαρίου 02, 2013

Στην Καισαριανή

Ο ήλιος μισόσβηστος ανέτειλε σε έναν κατάμουντο ουρανό· ένα πολύ βαρύ πρωινό ξημέρωνε στην Καισαριανή. Έμοιαζε λες και ένα πάπλωμα είχε απλώσει και πλακώσει τις ψυχές των ανθρώπων της. Οποιοσδήποτε εκείνη τη μέρα εισέρεε σε αυτήν από τις γύρω περιοχές – από το Βύρωνα, το Παγκράτι ή τα Ιλίσια – και αντίκριζε τους κατοίκους το καταλάβαινε. Σκυφτοί και αμίλητοι πορεύονταν στους δρόμους.
Μέχρι και τα παιδιά, δεν είχαν όρεξη για παιγνιδίσματα, για φωνές και τσιρίδες· σκυθρωπά πορεύονταν με τις τσάντες στους ώμους στο σχολείο. Μέχρι και οι ερωτευμένοι, ούτε φιλί μα ούτε και χάδι δεν αντάλλαξαν εκείνο το πρωινό. Μέχρι και τα παλιά ζευγάρια, μόνο ένα βλέμμα έριξαν ο ένας στον άλλο, αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό για να επικοινωνήσουν. Μα και ο παπάς της Παναγίτσας, σηκώθηκε το πρωί, ύψωσε τα χέρια του να χαιρετήσει το Θεό κι αυτά μονομιάς ξεράθηκαν και πέσανε βαριά.
Αργότερα, βέβαια, όλοι τους θα καταλάβαιναν.

Ιανουαρίου 15, 2013

Σκοτώνοντάς σε

Γνωρίζοντάς σε, φυλακίζοντας την εικόνα σου στο χρόνο, βρέθηκα να κρατάω ένα σπόρο. Έτσι, ένιωσα τη μεγάλη ευθύνη. Να γίνω φιλόξενη γη, χώμα έφορο, έδαφος πλούσιο· να γίνω μήτρα κατάλληλη για να υποδεχτώ το σπόρο σου. Κι ευθύς, ο νους μου και η καρδιά μου άρχισαν τη σκληρή δουλειά.
            Χαραγμένη είναι η μορφή σου στον καμβά μου και η φαντασία μου παλέτα. Παίρνω πινέλα, τα βουτάω στα χρώματα και ξεκινάω. Με σχεδόν χορευτικές κινήσεις σε κόβω και σε ράβω. Κι ύστερα, σταματώ για λίγο και σε κοιτώ. Καλή μου φαίνεσαι, αλλά μπορώ και καλύτερη ακόμα να σε πλάσω. Παίρνω τα ψιλά πινέλα και αλλάζω το περιεχόμενο των ματιών σου, αλλάζω κι εμένα που καθρεφτίζομαι στις κόρες τους. Παίρνω και τη σβήστρα, χωρίς φόβο σβήνω ό,τι δε μου αρέσει και αφοσιώνομαι στη σκληρή δουλειά της ανασύνθεσης.

Δεκεμβρίου 31, 2012

Βράδυ γιορτών

Βράδυ γιορτών και μια δυνατή επιθυμία, απροσδιόριστη, με έχει τραβήξει από το μανίκι και με έχει σύρει στους δρόμους που ο άνθρωπος έδωσε τις τελευταίες μάχες του. Επιστρέφω, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος, και κοιτάω τα σημεία που διεξήχθησαν τα τελευταία επεισόδια της ταξικής πάλης στην Αθήνα. Επιστρέφω αυτή τη φορά ως δευτεραγωνιστής των χώρων αυτών, όντας στο περιθώριο, απλός ένοικος και όχι ιδιοκτήτης, ως κατακτημένος και όχι ως κατακτητής, παρακολουθώντας τα αυτοκίνητα να κορνάρουν περιφρονητικά στους ηττημένους περιπατητές.

Η Σταδίου δεν είναι πια δική μας, θα προσπαθήσουμε, βέβαια, να την ξανακατακτήσουμε παρά το γεγονός ότι είμαστε λαβωμένοι, παρά το γεγονός ότι εν μέρει ηττηθήκαμε, παρά το γεγονός ότι κάποιοι θα λιποψυχήσουν. Θα πορευτούμε όσοι απομείναμε, θα επιμείνουμε όσοι απομείναμε να πορευόμαστε, να περπατάμε φωνάζοντας πανηγυρικά σχεδόν, να πορευόμαστε με περισσή περιφρόνηση, ίσως και λόγω άγνοιας, προς τον επερχόμενο θάνατό μας. Είναι ωστόσο, το χρέος μας προς τον άνθρωπο, προς τον υπερανθρώπινο βωμό της εξέλιξης – της διαρκούς ανανέωσης –, να πεθάνουμε, να θυσιαστούμε, να αυτοσυντριβούμε δημιουργώντας χώρο για να γεννηθεί το νέο. Και αυτό το χρέος είναι γραφτό μας να το υπηρετήσουμε συνειδητά ή ασυνείδητα.

Αυγούστου 25, 2012

Ανανέωση σήμερον, ως αύριον και ως χθες

Οι μέρες μας περνούν μέσα από μια διαρκή περιπλάνηση ανάμεσα σε σπαρμένα ερωτηματικά. Αλλάζοντας με εξαιρετική αβεβαιότητα κάποια ερωτήματα και κάνοντάς τα καταφάσεις, χαράζουμε τις μικρές βεβαιότητες, ανίκανοι να κάνουμε αλλιώς αλλά και όντας βέβαιοι για την αναγκαιότητα αυτές στα επόμενα δευτερόλεπτα να αναιρεθούν.
Μόνη μας βεβαιότητα ωστόσο πάντα είναι οι λέξεις. Τα πάντα αποδείχτηκαν ότι είναι οι λέξεις, το βασίλειο που χτίσαμε, στέρεη γη οι λέξεις, στέρεη γη αποδείχτηκαν τα σύννεφα, ανασκαλίζοντας ιδρώσαμε και βρήκαμε χώρο να εναποθέσουμε ό,τι βαρύτερο κουβαλήσαμε, το ανεπαίσθητο βλέμμα που μας κάρφωσε, συναισθήματα που αισθανθήκαμε να μας τυλίγουν ασφυκτικά, αμφιβολίες που γέννησαν οι κινήσεις των σωμάτων.

Αυγούστου 19, 2011

Κενότητα

Και κάποια μέρα
Στην επιφάνεια της θάλασσας πατώντας
Ίδιοι Θεοί ίδιοι τρελοί
Ακροβατώντας σε τεντωμένες λέξεις
Η μέσα μας άβυσσος θα κυβερνήσει

Και τότε με τα μάτια θα σου γνέψω
Πως έφταιξε η εκούσιά μας τύφλωση
Η άρνηση της κόρης μας
Τάχα πως δεν καθρέφτισε το δίπλα μας κενό
Γι’ αυτό κι εν τάχει βυθιστήκαμε
Τυφλοί μωροί δυσβάσταχτα ελαφριοί

Δεκεμβρίου 29, 2010

Τα δάκρυα του Ιεζεκιήλ

Είχε κυρτώσει την πλάτη του κι είχε ανατριχιάσει. Τα μάτια του λαμπύριζαν στο σκοτάδι και τα νύχια του έδειχναν να προεξέχουν. Η κοινωνία του «φαίνεσθαι» καταλάβαινε επίθεση και περνούσε τρομαγμένη μπροστά από τη γατίσια αυτή ενστικτώδη στάση, ο άνθρωπος του «είναι» όμως κατάφερνε να διακρίνει τα ξεκάθαρα σημάδια τρόμου. Κύρτωνε την πλάτη κι αυτός, άφηνε τους σπονδύλους του να διαγράφονται στο πίσω μέρος του πουκαμίσου, απελευθέρωνε ένα ουρλιαχτό κι απομακρυνόταν.

Είναι φορές που η ανθρωπότητα μοιάζει με ένα σωρό σκελετούς κυρτωμένους, ένα σωρό ξερά οστά που σχηματίζουν άψυχα κι άκαμπτα οικοδομήματα. Κι ο προφήτης Ιεζεκιήλ στέκει παράμερα τούτες τις ώρες και κλαίει για το Θεό που αυτή τη φορά δεν ήρθε να τους δώσει σάρκα και δέρμα.

Ιουλίου 11, 2009

Ο Λιλής

Πριν μερικές μέρες βρέθηκα στη Σύρο και τυχαία γνώρισα μια λεύτερη φωνή, μια καθαρή ψυχή, έναν όμορφο παππού, τον παππού όλων μας, το Λιλή. «Βάλτε δυο οχτάρια στη σειρά», απάντησε καμαρωτά σε αυτούς που τον ρώτησαν ποια ήταν η ηλικία του. Η ταβέρνα που φέρει το όνομά του και που πλέον διευθύνει ο εγγονός του -εκεί όπου συναντηθήκαμε-, βρίσκεται ακριβώς πάνω από το παλιό κουτούκι του, την «κατώγα» όπως την αποκαλεί, το μέρος όπου για δυόμιση μήνες έπαιζε ο Μάρκος… Μόλις το δημοτικό έχει τελειώσει ο Λιλής αυτό όμως δεν τον ασχημίζει καθόλου. Όμορφος άνθρωπος, όμορφα γερασμένος, με όμορφο σπινθηροβόλο βλέμμα. Έχοντας όρεξη για κουβέντα θα αρχίσει να διηγείται την ιστορία του, αυτά που έζησε και έμαθε χαράζοντας με τα πέλματά του για ογδόντα οχτώ χρόνια τη μάνα γη.

Απριλίου 04, 2009

04-04-09

Σήμερα έκλεισες τα δεκαοχτώ σου χρόνια κι έντονα αισθάνεσαι ένα σκυλί να βρίσκεται μέσα σου να αλυχτά και να ζητάει δικαιώματα. Σκυλί, άρα κατήφορος. Από μικρό παιδί φοβόσουν τα σκυλιά και όσο μεγάλωνες ο φόβος σου μεγάλωνε κι αυτός. Μωρέ άστο να αλυχτά το γαμημένο. Θα βαρεθεί και θα σκάσει. Κι αν δε σκάσει από μόνο του θα το φιμώσεις εσύ. Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος θα πει να αγωνίζεσαι με άγρια θηρία.
Ναι, άνθρωπος δεν πάει να πει απλώς μια κραυγή, το ξέρεις καλά. Άνθρωπος σημαίνει και το πνίξιμο μυριάδων άλλων. Το κεφάλι να βλέπει μπροστά προς τον ανήφορο και να προχωρά. Κι ό,τι το κάνει έστω και για ένα λεπτό να γυρίσει νοσταλγικά να κοιτάξει προς τα πίσω του στερεί την ανθρωπινή του οντότητα. Κι ό,τι κι αν υπάρχει στην κορυφή του ανήφορου -θεός, ιδέα ή κόμμα- δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να είναι ο δρόμος ανηφορικός και ο ιδρώτας να γεμίζει το μέτωπο. Κι εσύ αυτό που δεν έχεις ξεκαθαρίσει είναι αν ο δρόμος στον οποίο προχωράς είναι ανηφορικός, γι’ αυτό και κατατρώγεσαι.

Φεβρουαρίου 13, 2009

Άλογο περπάτημα

Την τελευταία φορά την είδα να περπατά μες στο σκοτάδι. Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το αντάρτικο, άναρχο περπάτημά της, καθώς και το λαμπύρισμα της καύτρας του τσιγάρου της που ανεβοκατέβαινε νευρικά στον αέρα και χωρίς συγκεκριμένο ρυθμό. Με πλησίασε και με χαιρέτησε με ένα ειρωνικό σχόλιο. Εγώ με τη σειρά μου ανταπέδωσα την ειρωνεία και αρχίσαμε να συζητάμε για τελευταία φορά στα λιγοστά διαθέσιμα δευτερόλεπτα…
Σε λιγότερο από μια ώρα από εκείνη τη στιγμή θα πέρναγε απ’ το νου μου το πρωινό που γνωριστήκαμε. Εγώ είχα εντελώς κλεισμένη τη φωνή μου -τo προηγούμενο βράδυ βρισκόμουν σε συναυλία στο θεατράκι των Βράχων-, κι αυτή είχε ένα πρωτόγνωρο για μένα βλέμμα -κατάφερε να με αναστατώσει και να με καθηλώσει από την πρώτη κιόλας στιγμή-, καθώς και μια αθωότητα παιδική η οποία συνόδευε όλες της τις κινήσεις… Το λοιπόν, με το ίδιο εκείνο βλέμμα με κοίταζε και αυτό το βραδάκι, κι εγώ που δεν είχα καταφέρει τόσο καιρό να το συνηθίσω απόμενα και πάλι αφοπλισμένος… Το ίδιο και με την αθωότητά της, απ’ την οποία πάντα ξαφνιαζόμουν, και που απόρρεε ακόμα και τότε, απ’ τα τελευταία της λόγια…

Δεκεμβρίου 27, 2008

Θυμάσαι…

Το τηλέφωνο χάλασε. Πνίγηκε στα δάκρυα, λούστηκε στον κρύο ιδρώτα. Οι αριθμοί σβήστηκαν από τα πλήκτρα.
Θυμάσαι; Είχαμε βάλει στοίχημα για το αν θα άντεχα. Ότι δε θα άντεχα είχες πει κι είδες το ανθρώπινο σώμα να υψώνεται και να εκτίθεται στη λύσσα του ανέμου, κοντεύοντας να κομματιαστεί… Μα αυτό τεντώθηκε ακόμη παραπάνω, όρθωσε σύσσωμο τον άνθρωπο που έκρυβε μέσα του και απελευθέρωσε την τρομακτική ανθρωπινή του δύναμή. Κι είδες ένα σωρό μαλακό πηλό να ψήνεται στον ήλιο και να σκληραίνει. Χαχα, θυμάσαι; Είχα αντέξει.

Νοεμβρίου 05, 2008

Ξέροντας το γιατί

Στη Σοφία

Όλη τη μέρα βρισκόταν στο δρόμο, περπατούσε χωρίς να ξέρει το γιατί, γυρνούσε την πόλη με τα πόδια από το πρωί λες και έτσι θα την κατακτούσε, δίπλα του τα αυτοκίνητα γυρνούσαν την πόλη ταχύτατα, σε δευτερόλεπτα, αυτά ήταν οι πραγματικοί κατακτητές της πόλης. Συνέχιζε να περπατάει μέχρι το απόγεμα, περπατούσε και ζούσε τη χαρμολύπη που προκαλεί το ημίφως, ένιωθε τη μελαγχολία που δημιουργεί η συνάντηση με τον άλλο κόσμο που δεν είναι ο πραγματικός -τα αυτοκίνητα που έκαναν το γύρο της πόλης σε δευτερόλεπτα μονάχα αυτά ήταν ο πραγματικός κόσμος-, περπατούσε και συνομιλούσε με τους ίσκιους του άλλου κόσμου που τον είχαν κυκλώσει, τους ίσκιους του ημίφωτος.
Φάνταζε ατελείωτο αυτό το απόγεμα, γύρναγε με τα πόδια την πόλη από το πρωί, κουράστηκε, από το πρωί γυρνούσε την πόλη χωρίς να ξέρει το γιατί, κάθισε σε ένα παγκάκι, γυρνούσε την πόλη ίσως επειδή ζητούσε να την κατακτήσει, ή ίσως επειδή ζητούσε να κατακτήσει τους ίσκιους που τον κύκλωναν κάθε απόγεμα και οι οποίοι δεν άνηκαν στην πραγματικότητα· τα αυτοκίνητα, αυτά ανήκουν στην πραγματικότητα, τα αυτοκίνητα είναι η πραγματικότητα.

Οκτωβρίου 17, 2008

Οι πορτοκαλιές κάλτσες

(Προλογίζοντας λίαν συντόμως να σημειώσω απλώς ότι το ακόλουθο διήγημα είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία)

Ήταν μια παιδούλα της τρίτης λυκείου, κοριτσάκι που τότε ξεκίναγε να γνωρίζει τον κόσμο, που όλα τα πράγματα τα αντιμετώπιζε σα να τα ‘βλεπε για πρώτη φορά, που τότε άρχιζε να αγαπά, να ερωτεύεται, να καψουρεύεται… Το πρόσωπό της γοητευτικό και πανέμορφο, θαρρούσες πως άνηκε σε άγγελο. Καστανά μακριά τα μαλλιά της, χυμένα στους ωμούς και μεγάλα, εκφραστικά, καταγάλανα τα μάτια της, που χανόσουν στην κόρη τους, στριφογύρναγες τόσο πολύ, που στο τέλος ζαλιζόσουν κι έκλεινες τα μάτια για να ονειρευτείς αυτό που έκρυβαν και δεν σε άφηναν να διακρίνεις. Τα χείλια της σαρκώδη, μεγάλα και κατακόκκινα· ενέπνεαν ερωτισμό…
Όμως, μάταιη η ασύλληπτη ομορφιά του προσώπου της, μιας και χανόταν στην ασχήμια του ασύλληπτα υπέρβαρου κορμιού της… Το λίπος κατέκλυζε όλο της το σώμα, η κοιλιά της σε αρκετά σημεία είχε διπλώσει, το κρέας στους γοφούς και τους μηρούς είχε κρεμάσει, με αποτέλεσμα ακόμα και το περπάτημα να είναι μαρτύριο… Μονάχα το πρόσωπό της είχε απομείνει απείραχτο και ελκυστικό να λαμποκοπά… Και αντικρίζοντάς την μονολογούσες πως θα ήταν καλύτερα το ανθρώπινο σώμα να σταματά στο κεφάλι και πως καλύτερα θα ήταν να μη συνεχίζει παρακάτω, στο στήθος, στα χέρια, στα πόδια, στο υπόλοιπο κορμί. Βάρος άρρωστο, αφύσικο, να σε κάνει να κοιτάς τον ουρανό και να βλαστημάς το Θεό που ενώ σου δίνει ένα σου στερεί άλλα δέκα, που χάρισε σε αυτό το κορίτσι το αγγελικά όμορφο πρόσωπο, μα της έδωσε και το δαιμονικά πλασμένο κορμί να τυραννιέται. Κι έτσι που την έβλεπες ζοριζόσουν να μη γελάσεις με τον άμορφο αυτόν όγκο, με τα βασανιστικά πολλά κιλά, ζοριζόσουν να μη χαχανίσεις με το σταυρό που αυτή η κοπέλα κουβαλούσε…

Σεπτεμβρίου 21, 2008

Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει

Στον Χρήστο

Οι λέξεις μέσα μου τεντώνονται. Οι λέξεις γίνονται σύννεφο. Όλο μου το είναι γίνεται σύννεφο. Οι σκέψεις μου γίνονται πουλιά και πετάνε χαμηλά. Τα πάντα μέσα μου μαρτυρούν τον ερχομό βροχής, συνθήκες ναι μεν αναγκαίες ωστόσο όχι επαρκείς… Ίσως και να ‘ναι μια απλή συννεφιά, ένα απλό παιχνίδι των πουλιών με τις νεφέλες· η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία… Τελικά, το είναι μου -όπως άλλωστε αναμενόταν- γίνεται βροχή, τα μάτια μου αστράφτουν κρυμμένα πίσω απ' τα γερμένα ματόκλαδα και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταιγίδα που ξεσπά στο ανθρώπινο κορμί, καταντάει ένα διαρκές στριφογύρισμα στο κρεβάτι, μια απλή αϋπνία, ενώ άλλοτε μετατρέπεται σε πόνο στην καρδιά, αστραπιαίο ή συνεχόμενο δεν έχει σημασία, πόνο πάντως αληθινό, τίποτα περισσότερο από το τιποτένιο αυτό συναίσθημα.

Ιουλίου 11, 2008

Το παγκάκι

Με μια πρώτη ματιά θα έλεγες πως ήταν ένα κοινό παγκάκι, όπως όλα τα άλλα, από αυτά που προσπερνάς βιαστικά και δεν κάνεις τον κόπο ούτε το κεφάλι να γυρίσεις. Στην πλάτη του υπήρχε ζωγραφισμένο το σύνθημα: «γλύψε παγωτό, κι όχι αφεντικό», έχοντας για υπογραφή ένα κατακόκκινο κεφαλαίο άλφα, το σύμβολο της αναρχίας. Στο κάτω μέρος του ξύλου τσίχλες υπήρχαν, κολλημένες εκεί για χρόνια, έτσι που είχαν γίνει σχεδόν ένα με αυτό και πλέον ο καθαρισμός τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολος. Το τσιμέντο στο οποίο ήταν ακουμπισμένο είχε εμφανίσει ραγισματιές, ενώ με τον καιρό η σκουριά είχε στάξει στα σημεία όπου το ξύλο ενωνόταν με το σίδερο. Θαρρείς, μάλιστα, πως η σκουριά είχε πάρει το σχήμα των σταγόνων της βροχής, έχοντας ποτίσει στάλες στάλες το μισοσαπισμένο ξύλο, δίνοντάς του μια σπάνια ομορφιά και μια ποιητικότητα ολωσδιόλου απροσδόκητη. Βέβαια, καθώς είναι φυσικό, οι άνθρωποι δεν το προτιμούσαν… Σαθρό, λερωμένο, με βίδες να λείπουν… Έτσι κι αυτό, είχε απομείνει θεατής του πάρκου, να παίζει κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια, να παρατηρεί τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι του, αλλά και να συνομιλεί με τα παιδιά που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους και το πλησίαζαν.

Ιουνίου 21, 2008

Ένα κεφάλι που γύρισε, το χαμόγελο που σβήστηκε

Όσο ήταν δίπλα του γέλαγε. Τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα μάγουλα που τσιτώνονταν με το ζόρι για να κρύψουν τον ατέλειωτο καημό. Την ώρα που θα χώριζαν του έπιασε το χέρι και τον φίλησε στο μάγουλο, ζώντας για λίγο την απύθμενη χαρά της παρουσίας του. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της και άρχισε να απομακρύνεται… Τότε λοιπόν, όταν πια εκείνος δεν την έβλεπε, άφησε το πρόσωπό της να χαθεί στη στενοχώρια, να σκυθρωπιάσει, να πάρει τη θωριά του άπιαστου ονείρου. Αυτός πιάστηκε αγκαζέ με την αγάπη του και συνέχισε να περπατάει ατάραχος.
Σεβντάς μεγάλος, έρωτας αληθινός. Μα, προς Θεού, εκείνος δεν έπρεπε να το μάθει. Εκείνος ήταν χαρούμενος κι αυτό της αρκούσε. Ήθελε το καλό του, το χαμόγελό του, την ευτυχία του και ας μην είχε την κοινωνία της ψυχής και του σώματος μαζί του. Άλλωστε, ήταν φυσικό να μη γυρίσει καν να την κοιτάξει. Ο καθρέφτης το έλεγε πεντακάθαρα. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα μάγουλά της, κοκάλινα μυωπικά γυαλιά έστεκαν μπροστά στα μάτια της, η μύτη της ήταν υπερβολικά μεγάλη, το περπάτημά της άχαρο… Μα είναι ποτέ δυνατόν; Αυτή θα γύρναγε να κοιτάξει;

Απριλίου 19, 2008

Είμαι εδώ...


Νομίζεις πως απομακρύνθηκα… Σε βεβαιώνω ότι ποτέ δεν ήμουν πιο κοντά. Παρεξήγησες τη σιωπή μου… Κι όμως… Σώπασα για ν’ ακούσω τον ήχο της αγάπης στους χτύπους της καρδιάς σου.
Δυστυχώς, τώρα που σ' έχω ανάγκη απαντάς κι εσύ με σιωπή. Η μοναξιά έγινε ο καλύτερος φίλος μου και δε λέει να μ' εγκαταλείψει.
Ίσως να νομίζεις πως άλλαξα… Ίσως και να ‘χεις δίκιο… Δε φταίω εγώ, πίστεψε με. Δεν το ελέγχω εγώ, πίστεψε με. Δεν το θέλησα ποτέ, πίστεψε με.

Φεβρουαρίου 23, 2008

Ο ασυμβίβαστος Γεράσιμος


Είναι πρωί παραμονής Χριστουγέννων στην Ποντικούπολη. Ο ποντικούλης μας, ο Γεράσιμος, έτριβε ακατάπαυστα τα χέρια του… Έκανε κρύο και πού λεφτά για πετρέλαιο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Αλλά και από φαΐ δεν τα πήγαινε καλύτερα… Αν και δημοσιογράφος με πλούσια προϋπηρεσία, ήταν πλέον άνεργος. Μου ήθελε, βλέπεις, ο χαζός να είναι αντικειμενικός και τίμιος και τα μεγάλα συμφέροντα τον είχαν παραγκωνίσει. Και το χειρότερο; Σε αυτές τις γιορτινές μέρες, που όλοι αναζητάμε λίγη αγάπη για να ζεσταθεί η καρδιά μας, ο Γεράσιμος δεν είχε κανένα να του συμπαρασταθεί. Είχε τσακωθεί εδώ και καιρό με τους συγγενείς του, ενώ οι δήθεν φίλοι του τον είχαν αφήσει. Μη ρωτάς το γιατί, αφού το ξέρεις. Κανένας δε θέλει να είναι κοντά σου όταν δεν έχει συμφέρον. Όλοι είναι μαζί σου στις χαρές. Αλλά ούτε καν τα παιδάκια της γειτονικής ποντικότρυπας δεν πήγαν να του πούνε με τη φάλτσα, μα γλυκιά φωνούλα τους τα κάλαντα. Έτσι, ο φίλος μας, αυτά τα Χριστούγεννα βίωνε τουρτουρίζοντας τη μοναξιά του. «Να ‘σαι μονάχος σου θα πει να ‘σαι αντρειωμένος» ψέλλισε, μα μετά κούνησε απογοητευμένος δεξιά και αριστερά το κεφάλι του, μια και δυο φορές, ξέροντας ότι αυτό που είπε ήταν βλακεία και νοιώθοντας βαθιά μέσα του την απουσία μιας ποντικίσιας συντροφιάς… Στην πραγματικότητα ο χαζούλης μας ποντικός είχε αρχίσει να χάνει εδώ και καιρό την ελπίδα του. Εδώ και καιρό δεν πρόσμενε σε κάτι… «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» Με πίκρα και ψάχνοντας στη μουσική παρηγοριά, άρχισε να τραγουδάει, με μια τρεμάμμενη από το κρύο φωνή: «σ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπάνε, τρώνε βρώμικο τυρί, τρώμε βρώμικο τυρί, του κόσμου σου οι πιστοί!»