Δεκεμβρίου 31, 2012

Βράδυ γιορτών

Βράδυ γιορτών και μια δυνατή επιθυμία, απροσδιόριστη, με έχει τραβήξει από το μανίκι και με έχει σύρει στους δρόμους που ο άνθρωπος έδωσε τις τελευταίες μάχες του. Επιστρέφω, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος, και κοιτάω τα σημεία που διεξήχθησαν τα τελευταία επεισόδια της ταξικής πάλης στην Αθήνα. Επιστρέφω αυτή τη φορά ως δευτεραγωνιστής των χώρων αυτών, όντας στο περιθώριο, απλός ένοικος και όχι ιδιοκτήτης, ως κατακτημένος και όχι ως κατακτητής, παρακολουθώντας τα αυτοκίνητα να κορνάρουν περιφρονητικά στους ηττημένους περιπατητές.

Η Σταδίου δεν είναι πια δική μας, θα προσπαθήσουμε, βέβαια, να την ξανακατακτήσουμε παρά το γεγονός ότι είμαστε λαβωμένοι, παρά το γεγονός ότι εν μέρει ηττηθήκαμε, παρά το γεγονός ότι κάποιοι θα λιποψυχήσουν. Θα πορευτούμε όσοι απομείναμε, θα επιμείνουμε όσοι απομείναμε να πορευόμαστε, να περπατάμε φωνάζοντας πανηγυρικά σχεδόν, να πορευόμαστε με περισσή περιφρόνηση, ίσως και λόγω άγνοιας, προς τον επερχόμενο θάνατό μας. Είναι ωστόσο, το χρέος μας προς τον άνθρωπο, προς τον υπερανθρώπινο βωμό της εξέλιξης – της διαρκούς ανανέωσης –, να πεθάνουμε, να θυσιαστούμε, να αυτοσυντριβούμε δημιουργώντας χώρο για να γεννηθεί το νέο. Και αυτό το χρέος είναι γραφτό μας να το υπηρετήσουμε συνειδητά ή ασυνείδητα.

Η ταξική πάλη εντείνεται, το αστικό κράτος παίρνει νέες ακραίες, έκτακτες μορφές του και οι αγώνες καλούνται να παίξουν το ρόλο τους. Κι εγώ, σε ένα μεσοδιάστημα ανακωχής πριν την επόμενη μάχη, περπατάω στους δρόμους της στολισμένης Αθήνας, περνάω από τη Σταδίου, από τη γωνιά της δολοφονίας του Πέτρουλα και παρατηρώ ότι το μεταλλικό μνημείο πλέον απουσιάζει. Περνάω στην απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου, αγοράζω εφημερίδα από το περίπτερο που είναι μπροστά από γνωστό φαστ φουντάδικο και συνεχίζω.

Πλησιάζω αργοπερπατώντας στην πλατεία Συντάγματος. Στη διασταύρωση της Σταδίου με τη Βασιλέως Γεωργίου, το κεφάλι στρίβει ασυναίσθητα αριστερά. Αυτή τη φορά, τα αόρατα διατεταγμένα σε σειρά εφόδου ΜΑΤ προσπερνάνε πατώντας τα αμάξια. Κοιτάω τα μάρμαρα, θυμάμαι τις μέρες των πλατειών, μέρες απελευθέρωσης, μέρες στροφής στη συλλογική προσπάθεια. Ανυπολόγιστη λέγανε στις ειδήσεις η ζημιά που έγινε στα μάρμαρα κατά την ψήφιση του Μεσοπροθέσμου. Ανυπολόγιστη η ζημιά και στις ψυχές μας, αρίφνητες οι εσωτερικές πληγές μας κι ακόμα στάζουν αίμα.

Στο μέσο της Πλατείας κάθεται ένας Άγιος Βασίλης και απέναντί του ο φωτογράφος. Πλησιάζω στον Άγιο και του μιλάω. «Είσαι φτυστός ο Κάρολος Μαρξ», του λέω. Δεν περιμένω να δω αντίδραση και προχωράω στην Όθωνος.

Στη διασταύρωση με την Αμαλίας ήταν, στη 48ωρη απεργία 19 – 20 Οκτώβρη του 2011, το πανό της Νεολαίας. Μπροστά μας, στραμμένη προς εμάς, απέναντί μας, η περιφρούρηση του ΠΑΜΕ. Φωνάξαμε κάποια κοινά συνθήματα με τους σταλίνες του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Λίγο μετά θα περπατάγαμε κλαμένοι πατώντας πάνω στα δακρυγόνα που είχαν ρίξει στην Αμαλίας για να φύγουμε από την Πανεπιστημίου. Το ΚΚΕ μέτραγε ένα νεκρό από ανακοπή και έκανε μάζεμα όλων των δυνάμεών του στην Ομόνοια – τρομακτική εικόνα. Μετά, βέβαια, θα αποδεικνυόταν ότι η ανακοπή δεν οφειλόταν στη χρήση δακρυγόνων, το ΚΚΕ ακόμα το αμφισβητεί αυτό· η πραγματικότητα λάστιχο στα χέρια του κόμματος…

Αποφασίζω να μη συνεχίσω στην Πανεπιστημίου και αρχίζω να κατευθύνομαι προς το Μοναστηράκι. Κατά την ψήφιση του δεύτερου Μνημονίου βρισκόμενοι στο Μοναστηράκι παλεύαμε να προσεγγίσουμε το Σύνταγμα, πήχτρα από κόσμο όλοι οι γύρω δρόμοι, ενώ στην ατμόσφαιρα υπήρχε μια διάχυτη μυρωδιά δακρυγόνου που δεν μπορούσες να διακρίνεις από που προερχόταν. Ομοίως, όπως τότε, αρχίζω να περπατάω, σχεδόν να κρύβομαι, στα στενά. Μετά στο Σύνταγμα θα ακολουθούσε το μεγάλο ντου. Ήταν η μέρα που έπαψα να αντιμετωπίζω τους μπάτσους ως ταξικά αδέρφια. Πλέον δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός όσον αφορά την πολιτική μου ανάλυση σε σχέση με τους αστυνομικούς. «Αλήτες είναι τα ΜΑΤ και οι ασφαλίτες».

Δακρυσμένοι θα ψάχναμε φτάνοντας κυνηγημένοι στο σταθμό Συγγρού-Φιξ συντρόφους. Πριν όμως φτάσουμε στη στάση, στην Αμαλίας θα πέφταμε πάνω στις ατάραχες δυνάμεις του ΠΑΜΕ. Προσπαθώντας να αναπνεύσουμε, κλαίγοντας, ψυχολογικά και σωματικά ράκη, θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τα υποτιμητικά βλέμματα των Ορθόδοξων Κομμουνιστών και με την περιφρούρησή τους, που για ακόμα μια φορά θα ήταν στραμμένη απέναντί μας.

Μου έχει μείνει ακόμα η εικόνα μιας νεαρής Κνίτησας, υποθέτω πως ήταν μαθήτρια, που σα να μην είχε αντιληφθεί την παρουσία μας και την κατάστασή μας, χειροκροτούσε και ούρλιαζε «τώρα με το ΠΑΜΕ αντίσταση και πάλι». Πιστή στο ορθόδοξο τροπάρι της, αδιάφορη, ίσως κι ευχαριστημένη, για ό,τι έπαθαν οι αιρετικοί… Μεγάλο μέρος του κόσμου τότε άρχισε να βρίζει το ΚΚΕ, εγώ πάλι δε χάλασα σάλιο.

Με αυτές τις εικόνες και σκέψεις στο μυαλό, παρέμενα μετέωρος στο Μοναστηράκι κι έβλεπα τον κόσμο να διέρχεται, να ανεβοκατεβαίνει, έβλεπα τον άνθρωπο να έχει μετατραπεί σε δευτεραγωνιστή, να είναι στο περιθώριο, να είναι κατακτημένος από τις σακούλες που κρατούσε και τα γιορτινά λαμπιόνια. Δεν αντέχεται αυτή η πραγματικότητα, γαμώτο, δεν αντέχεται. Με πιάνει ταχυκαρδία, αισθάνομαι τις πληγές μου να αιμορραγούν, μυρίζω πάλι δακρυγόνο κι αρχίζω να φτερνίζομαι. Βαδίζω βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, προς το μετρό όντας βέβαιος για τον επερχόμενο επίπονο θάνατό μου.

Ξέρω, κάποτε θα μάθω να πεθαίνω και να το ευχαριστιέμαι, θα πεθαίνω γελώντας. Προς το παρόν υπομένω σιωπηλά τον καθημερινό μου θάνατο και πεθαίνοντας ελπίζω, ότι κάποτε θα μάθω…

Δεν υπάρχουν σχόλια: