Μαρτίου 07, 2013

Το σημείο σου

Με τα πολλά έχει πλέον νυχτώσει. Αυτός, καθιστός στο δωμάτιό του, καρτερικά αναμένει τις στερνές τούτες ώρες της σιωπής του το σημείο που του έχεις υποσχεθεί, το γνέμα σου. Περιμένει ώρες πολλές, μέρες ολόκληρες, μα καθώς περνούν τα τελευταία αυτά λεπτά πρώτη φορά του περνάει από το μυαλό η σκέψη πως μπορεί και να ψεύσθηκες, ότι μπορεί και το σημείο σου να μην υπάρξει. Ριγεί σύγκορμος. Δακρύζει, τρέχει στην τουαλέτα και ξερνάει εμέτους κι αίματα στον καμπινέ.
Επιστρέφει στο δωμάτιο παίρνοντας βαθιές ανάσες. Οι πνεύμονες του φουσκώνουνε ρουφώντας αχόρταγα αέρα, το στήθος του μεγαλώνει σε όγκο· ολόκληρος πρήζεται και αυξάνει. Κι έτσι όπως το σώμα του διαστέλλεται διαρκώς, οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου του φαντάζουν επικίνδυνα μικροί. Αρπάζει τον αναπτήρα και το πακέτο με τα τσιγάρα και βγαίνει στο μπαλκόνι.
Έξω έχει κρύο και ο από κάτω δρόμος είναι έρημος. Τη σιγή σκίζει ο περιοδικός ήχος ενός οργασμού από δωμάτιο διπλανής πολυκατοικίας. Ανάβει τσιγάρο και καπνίζει. Σύντομα ο οργασμός οδηγείται σε κορύφωση και η σιγή απλώνεται παγερή στα σοκάκια της γειτονιάς. Απόλυτη εξωτερική νηνεμία και όσο περνούν τα λεπτά η σκέψη που τον τριβελίζει ανακατεύοντάς του τα σωθικά από απομακρυσμένο ενδεχόμενο μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Πετάει το τσιγάρο κάτω, το πατάει και στρίβει το πόδι του με λύσσα, τρέχει, φοράει το πανωφόρι του, βάζει στην κωλότσεπη το κινητό του τηλέφωνο και ξεχύνεται στο δρόμο.
Διαβαίνοντας στους δρόμους της πόλης η μπλούζα του στην περιοχή γύρω από τις μασχάλες σύντομα μουσκεύει στον ιδρώτα. Ασθμαίνοντας αποφασίζει να σταματήσει το περπάτημα. Σκύβει στηρίζοντας τα χέρια του στους μηρούς του. Σηκώνει το κεφάλι. Παρακολουθεί μια γριά και το σκύλο της καθώς τον προσπερνάνε. Μερικά μέτρα μετά ο σκύλος αντιλαμβάνεται την παρουσία μιας γάτας και αρχίζει να σκληρίζει. «Δε σου έκανε τίποτα η γάτα», του σιγομουρμουρίζει η γριά κι ακούγοντας τη φωνή της το σκυλί ηρεμεί καταπνίγοντας τα ζωώδη του ένστικτα.
Αυτός, αισθανόμενος το μέσα του στρόβιλο να θεριεύει αποσπώντας πόρτες και παράθυρα από τα κτήριά του και κινδυνεύοντας να γκρεμίσει και τα ίδια τα κτήρια, ανασαίνει πάλι βαθειά και συνεχίζει την πορεία του, με έναν αργό, σταθερό βηματισμό αυτή τη φορά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, περπατώντας στην αντίθετη κατεύθυνση, αχολογάει μια έφηβη φορώντας γόβα στιλέτο, μαύρα και κόκκινα ρούχα, κολάν παντελόνι, ενώ πίσω της, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων, ακολουθεί ένας συνομήλικός της. Τα μάτια του κολλημένα χαμηλά, ιδρωμένο το μέτωπο του, κάποτε γυρνάει το βλέμμα του αλλού για ξεκάρφωμα· τζιν το παντελόνι του και δε διακρίνεται ο οργασμός, αλλά όλο του το είναι ορμά ολοκάθαρα προς το μέρος της.
Μόλις οι δύο έφηβοι απομακρύνονται, αυτός ξεφυσά ανακουφισμένος. Φοβάται, ότι από στιγμή σε στιγμή το πρήξιμό του, η διαστολή του σώματός του που συνεχίζεται, θα οδηγήσει σε ξαφνική έκρηξη, σε θρυψάλιασμά του προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι έφηβοι, όμως, είναι σε πολύ τρυφερή ηλικία για να αντικρύσουν ένα τέτοιο θέαμα, μια τόσο βίαιη εικόνα. Ξεφυσώντας, λοιπόν, που ξέφυγε από το οπτικό τους πεδίο αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να απομακρυνθεί ακόμα και από τα κλειστά παράθυρα των πολυκατοικιών. Σε λίγο τα σύνορα της πόλης τερματίζουν και αυτός συνεχίζει βαδίζοντας στο απόλυτο σκοτάδι.
Μόλις έχει σβήσει και το τελευταίο φως της πόλης στον ορίζοντα, αυτός, σαν τυφλός, ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι, εντοπίζει ένα θάμνο και κάθεται από κάτω. Νιώθει, πλέον, έτοιμος να αντιμετωπίσει, να αντικρίσει κατάματα, τη σκέψη του. Τη φέρνει στο νου του και προσπαθεί να την προσεγγίσει σαν ταυρομάχος, ή καλύτερα σαν αρχαίος Μίνωας, πηδώντας απάνω της και πιάνοντάς την από τα κέρατα. Σύντομα, όμως, διαπιστώνει φασαρία γύρω του, ήχους από γλώσσες, στόματα και φάρυγγες που καταπίνουν. Απλώνει τα χέρια του στο σκοτάδι και αγγίζει τριχωτά κεφάλια και ουρές. Πλέον ακούει ξεκάθαρα γάτες οι οποίες δίπλα του νιαουρίζουν ευχαριστημένες.
Αναρωτιέται πώς έγινε και τον ακολούθησαν, πιάνεται στο χώμα να πάρει ώθηση να σηκωθεί, μα τα χέρια του βουλιάζουν σε ένα τρεχούμενο ρυάκι. Γυρνάει τότε βουρλισμένος πασπατεύοντας τη γη, ψάχνοντας την αρχή και το τέλος του ρυακιού, κι έντρομος ανακαλύπτει ότι η αρχή και το τέλος του ρυακιού είναι ο ίδιος. Ακουμπάει με τα χέρια του ενστικτωδώς τις παλιές πληγές του και διαπιστώνει ότι έχουν ανοίξει όλες και τρέχει πηχτό το αίμα.
Σχιζοφρενικά σχεδόν στρέφεται προς τις γάτες κι αρχίζει να γνεύει και να αχολογάει νιαουρίζοντας. Οι γάτες πλησιάζουν τον αποψινό ευεργέτη τους, τρίβονται για να τον ευχαριστήσουν, νιαουρίζουν για να τον επαινέσουν. Κι αυτός, αντιλαμβάνεται τον έπαινο σαν αίτημα για ακόμα μεγαλύτερη θυσία. Πιάνει μία στην αγκαλιά του, τη χαϊδεύει με στοργή και τρυφεράδα και με μια απότομη κίνηση του δεξιού του χεριού ξεριζώνει την καρδιά του, τη στύβει μπροστά της και της την προσφέρει να πιει να ξεδιψάσει.
Αφήνει τις γάτες να τελειώσουν το αιματόβρεχτο συμπόσιο και απομακρύνεται με όση δύναμη του έχει απομείνει. Έρποντας ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής του στην πόλη. Τα χαράματα ξέπνοος καταφέρνει να φτάσει.

Το μεσημέρι πήγες στο σπίτι του να τον βρεις, να του γνέψεις, βρήκες την πόρτα ανοιχτή, χτύπησες, δε σου απάντησε κανείς, μπήκες και δε βρήκες τίποτα το αξιοπρόσεχτο, παρά ένα ανοιγμένο πακέτο τσιγάρα κι έναν αναπτήρα. Κάπνισες ένα τσιγάρο, στεναχωρήθηκες που δεν το ρώτησες, σκέφτηκες μήπως θυμώσει, τέλειωσες το τσιγάρο και σηκώθηκες να φύγεις. Φεύγοντας στην πόρτα αντίκρισες να στέκεται μια γάτα, τη χάιδεψες, της έγνεψες και τότε εκείνη χαμογέλασε και φάνηκαν τα αιματόβρεχτά της δόντια.
Ειλικρινά σου γράφω… Σε περίμενε ώρες πολλές, μέρες ολόκληρες, μα συγχώρεσέ τον – σε παρακαλώ – δεν μπόρεσε να υπομείνει και τούτην τη μέρα ολόκληρη. Θυσιάστηκε, λοιπόν, κι έτσι ο άνθρωπος που ήξερες δεν υπάρχει πια παρά στις γάτες που κυλίστηκαν στο αιμάτινο λουτρό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: