Νοεμβρίου 05, 2008

Ξέροντας το γιατί

Στη Σοφία

Όλη τη μέρα βρισκόταν στο δρόμο, περπατούσε χωρίς να ξέρει το γιατί, γυρνούσε την πόλη με τα πόδια από το πρωί λες και έτσι θα την κατακτούσε, δίπλα του τα αυτοκίνητα γυρνούσαν την πόλη ταχύτατα, σε δευτερόλεπτα, αυτά ήταν οι πραγματικοί κατακτητές της πόλης. Συνέχιζε να περπατάει μέχρι το απόγεμα, περπατούσε και ζούσε τη χαρμολύπη που προκαλεί το ημίφως, ένιωθε τη μελαγχολία που δημιουργεί η συνάντηση με τον άλλο κόσμο που δεν είναι ο πραγματικός -τα αυτοκίνητα που έκαναν το γύρο της πόλης σε δευτερόλεπτα μονάχα αυτά ήταν ο πραγματικός κόσμος-, περπατούσε και συνομιλούσε με τους ίσκιους του άλλου κόσμου που τον είχαν κυκλώσει, τους ίσκιους του ημίφωτος.
Φάνταζε ατελείωτο αυτό το απόγεμα, γύρναγε με τα πόδια την πόλη από το πρωί, κουράστηκε, από το πρωί γυρνούσε την πόλη χωρίς να ξέρει το γιατί, κάθισε σε ένα παγκάκι, γυρνούσε την πόλη ίσως επειδή ζητούσε να την κατακτήσει, ή ίσως επειδή ζητούσε να κατακτήσει τους ίσκιους που τον κύκλωναν κάθε απόγεμα και οι οποίοι δεν άνηκαν στην πραγματικότητα· τα αυτοκίνητα, αυτά ανήκουν στην πραγματικότητα, τα αυτοκίνητα είναι η πραγματικότητα.