Φεβρουαρίου 23, 2008

Ο ασυμβίβαστος Γεράσιμος


Είναι πρωί παραμονής Χριστουγέννων στην Ποντικούπολη. Ο ποντικούλης μας, ο Γεράσιμος, έτριβε ακατάπαυστα τα χέρια του… Έκανε κρύο και πού λεφτά για πετρέλαιο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Αλλά και από φαΐ δεν τα πήγαινε καλύτερα… Αν και δημοσιογράφος με πλούσια προϋπηρεσία, ήταν πλέον άνεργος. Μου ήθελε, βλέπεις, ο χαζός να είναι αντικειμενικός και τίμιος και τα μεγάλα συμφέροντα τον είχαν παραγκωνίσει. Και το χειρότερο; Σε αυτές τις γιορτινές μέρες, που όλοι αναζητάμε λίγη αγάπη για να ζεσταθεί η καρδιά μας, ο Γεράσιμος δεν είχε κανένα να του συμπαρασταθεί. Είχε τσακωθεί εδώ και καιρό με τους συγγενείς του, ενώ οι δήθεν φίλοι του τον είχαν αφήσει. Μη ρωτάς το γιατί, αφού το ξέρεις. Κανένας δε θέλει να είναι κοντά σου όταν δεν έχει συμφέρον. Όλοι είναι μαζί σου στις χαρές. Αλλά ούτε καν τα παιδάκια της γειτονικής ποντικότρυπας δεν πήγαν να του πούνε με τη φάλτσα, μα γλυκιά φωνούλα τους τα κάλαντα. Έτσι, ο φίλος μας, αυτά τα Χριστούγεννα βίωνε τουρτουρίζοντας τη μοναξιά του. «Να ‘σαι μονάχος σου θα πει να ‘σαι αντρειωμένος» ψέλλισε, μα μετά κούνησε απογοητευμένος δεξιά και αριστερά το κεφάλι του, μια και δυο φορές, ξέροντας ότι αυτό που είπε ήταν βλακεία και νοιώθοντας βαθιά μέσα του την απουσία μιας ποντικίσιας συντροφιάς… Στην πραγματικότητα ο χαζούλης μας ποντικός είχε αρχίσει να χάνει εδώ και καιρό την ελπίδα του. Εδώ και καιρό δεν πρόσμενε σε κάτι… «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» Με πίκρα και ψάχνοντας στη μουσική παρηγοριά, άρχισε να τραγουδάει, με μια τρεμάμμενη από το κρύο φωνή: «σ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπάνε, τρώνε βρώμικο τυρί, τρώμε βρώμικο τυρί, του κόσμου σου οι πιστοί!»
Μα την εκκωφαντική σιωπή του δωματίου ήρθε να σπάσει ένας χτύπος στην ετοιμόρροπη πόρτα της ποντικοφωλιάς του. Τοκ-τοκ-τοκ… «Δεν είναι δυνατόν; Ποιος με θυμήθηκε;» σκέφτηκε και να που ξάφνου μέσα του φούντωσε μια κρυφή ελπίδα ότι επιτέλους θα έχει καλά νέα, ότι επιτέλους κάποιος τον σκέφτηκε, ότι επιτέλους η τιμιότητά του, που στην κοινωνία θεωρείτο βλακεία, θα δικαιωνόταν. Κρύβοντας με δυσκολία τον ενθουσιασμό του κινήθηκε αστραπιαία προς την είσοδο του σπιτιού του. Κόντεψε μάλιστα να σκοντάψει στο βρώμικο και σκονισμένο πάτωμα, λίγο πριν πιάσει το χερούλι της πόρτας, μα ανακτώντας την ισορροπία του, την άνοιξε με φόρα… Γεμάτος χαρά ήταν έτοιμος να φωνάξει «Καλημέρα, καλά Χριστούγεννα!», αλλά προς μεγάλη του λύπη συνειδητοποίησε ότι έξω δεν ήταν κανείς. Πάγωσε… Αλλά αυτή τη φορά όχι απ' το κρύο. Αυτή τη φορά πάγωσε η ζεστή καρδιά του Του ήρθε να βρίσει, μα συγκρατήθηκε. Για μια στιγμή σκέφτηκε «Τι γίνεται; Άρχισε να μου κάνει παιχνίδια και το μυαλό μου;» Μπήκε μέσα και κάθισε. Σκέφτηκε να δει τηλεόραση, αλλά δεν είχε όρεξη να παρακολουθήσει κανένα τηλεκαημένο για να του φτιάξει το κέφι. Απλά ήθελε να ηρεμήσει. Είπε να κάτσει να σκεφτεί και να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του… Όμως, και αυτό το είχε κάνει πολλές φορές και πλέον δεν τον βοηθούσε. Αντίθετα είχε μετατραπεί σε σαράκι, που του ‘τρωγε τα σωθικά και τον τρέλαινε. Η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν άντεχε άλλο τη μοναξιά. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ήθελε ένα φίλο να έρθει και να τον βρει, να κάτσουν να τα πούνε και να του ανοίξει την καρδιά του, αλλά που τέτοια τύχη; Στις μέρες μας τέτοιοι φίλοι δεν υπάρχουν Αμήχανα, λοιπόν, κινήθηκε ξανά προς την πόρτα. «Δεν μπορεί να γελάστηκα…» σκέφτηκε και ξαναγέμισε ελπίδα, «κάποιος χτύπησε την πόρτα…» Άνοιξε και βγήκε έξω. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, ξανακοίταξε δεξιά, μα δεν είδε κανένα. Δυο φορές πιο λυπημένος, αποφάσισε να μπει οριστικά στο σπίτι του. Μα καθώς έμπαινε μέσα αυτή τη φορά παρατήρησε ένα γράμμα καρφωμένο στην πόρτα. «Μα πώς δεν το είδα πριν; Και γιατί το κάρφωσαν στην πόρτα και δεν περίμεναν να τους ανοίξω;» απόρησε, αλλά αυτό στην πραγματικότητα λίγο τον ένοιαζε… Πλέον το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να διαβάσει το γράμμα.
Το ξεκάρφωσε γρήγορα και μπήκε ταχύτατα στο σπίτι του, κλείνοντας με έναν αναστεναγμό ανακούφισης την πόρτα. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Έκατσε γεμάτος περιέργεια και ανυπομονησία συνάμα στο, περιέργως, ξεσκονισμένο τραπεζάκι του σαλονιού του. Έβγαλε τα μεγάλα μυωπικά του γυαλιά, ακουμπώντας το φτηνό μαύρο, κοκάλινο σκελετό προσεχτικά μέσα στη θήκη του και άρχισε να περιεργάζεται το φάκελο. Ξεκίνησε αργά να διαβάζει στο πίσω μέρος: «Από την εφημερίδα φάε τυρί και μάθε τι γίνεται στη γη προς τον κύριο Γεράσιμο Τυρόπουλο». Στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο που έφτανε ως τα μεγάλα, τριχωτά αφτιά του. Ήταν το χαμόγελο της επιτυχίας. Αλλά και τα μάτια του γυάλιζαν την ώρα που χρησιμοποιούσε μία φαγωμένη οδοντογλυφίδα για να σκίσει το φάκελο. Έβγαλε το επιστολόχαρτο, το ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει:
«Αγαπητέ κύριε Γ. Τυρόπουλε,
Αυτά τα Χριστούγεννα η εφημερίδα μας έχει έλλειψη δημοσιογράφων και γι’ αυτό θα θέλαμε να μας γράψετε ένα άρθρο με τα σχόλιά σας πάνω στην πολιτική επικαιρότητα του τόπου. Θα θέλαμε όμως για δικούς μας λόγους, που αδυνατούμε να σας εξηγήσουμε, η συνεργασία μας αυτή να μη γίνει ευρέως γνωστή. Θα σας παρακαλούσαμε, λοιπόν, να γράψετε το άρθρο σας και να το φέρετε σήμερα, 24/12, στις τρεις το μεσημέρι στην οδό Τυριανού 31 όπου θα υπάρχει και ο νέος μας αρχισυντάκτης κος Κεφαλοτύρης, όπου και θα σας δώσει την αμοιβή σας, η οποία ανέρχεται στα 200 €. Μην ανησυχείτε πώς θα τον αναγνωρίσετε, σας ξέρει αυτός.
Με εκτίμηση,
Ο διευθυντής της εφημερίδας φάε τυρί και μάθε τι γίνεται στη γη
Αγάπιος Τυράκης»
Ο Γεράσιμος τρελάθηκε από τη χαρά του. Αν και αυξήθηκε ο ΦΠΑ δύο τοις εκατό, διακόσια ευρώ είναι πάρα πολλά για ένα ποντικό! Ξεκίνησε να σκέφτεται πόσα τυριά θα μπορούσε να πάρει. Κασέρια, γραβιέρες, ροκφόρ και άλλα καλούδια πέρασαν μπροστά από τα μάτια του… Ο Γεράσιμος άρχισε να ξερογλείφεται, ώσπου μία σταγόνα σάλιου έσταξε από το στόμα και κύλησε στο χέρι του, στο σημείο μάλιστα που είχε μια ουλή από μια νυχιά του γάτου Φιφίκου, ενθύμιο από ένα κυνηγητό που από θαύμα είχε γλιτώσει το θάνατο. Προς στιγμήν, λοιπόν, έκανε κάτι που είχε καιρό να κάνει ο χαζούλης μας ποντικός… Ονειρεύτηκε! Μόνο προς στιγμήν, όμως, διότι λίαν συντόμως αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να ξεκινήσει τη συγγραφή του άρθρου. Δεν έχασε χρόνο και χωρίς πολύ σκέψη σηκώθηκε και πήγε στο άλλοτε ένδοξο γραφείο του, που πλέον όμως είχε πέσει στην αχρηστία. Άναψε το φως και αποκαλύφτηκε ένα παχύ στρώμα σκόνης απλωμένο παντού σα σεντόνι. «Πόπο, πόσο καιρό έχω να μπω εδώ;» διερωτήθηκε. «Αποκλείεται ν’ αντέξω τόση σκόνη για πάνω από ένα λεπτό χωρίς να πάω στο νοσοκομείο με αλλεργικό σοκ» είπε και γέλασε με τη μικρή ποντικίσια καρδιά του, κάτι που είχε πολύ καιρό να κάνει. «Θα πάρω τη γραφομηχανή μου και θα πάω να δουλέψω στο σαλόνι» σκέφτηκε. Έτσι κι έκανε. Άνοιξε το ντουλαπάκι όπου την είχε φυλαγμένη και την έβγαλε έξω μαζί με χιλιάδες όμορφες αναμνήσεις. Αυτή γυαλιστερή και καλοσυντηρημένη, μακριά από τη σκόνη, μάρκας «το κασέρι είναι τυρί, γράψε ό,τι θες σε μια στιγμή», ήταν έτοιμη να του χαρίσει μια ακόμα όμορφη και συνάμα κερδοφόρα εμπειρία. «Είσαι η καλύτερη μου φίλη», της είπε, ενώ την κράταγε ευλαβικά· «πάντα όποτε σε χρειαζόμουν ήσουν έτοιμη να με βοηθήσεις. Παρά μόνο μια φορά που σε ώρα δημοσιογραφικής αιχμής σου πάτησα με λύσσα το space και μετά έτρεχα να σε φτιάξω…»
Την ακούμπησε λοιπόν στο τραπέζι του σαλονιού του, της έβαλε χαρτί και πριν ξεκινήσει το γράψιμο άρχισε να σκέφτεται… Εκείνη τη στιγμή, πέρασε σαν αστραπή όλη του η ζωή μπροστά από τα μάτια του. Θυμήθηκε τον εαυτό του μικρό όπου ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος, να κρατάει το μικρόφωνο και να βγαίνει στην τηλεόραση… Θυμήθηκε την εποχή που βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και προς μεγάλη του χαρά είχε περάσει στη δημοσιογραφική σχολή. Θυμήθηκε τη μέρα που πήρε το πτυχίο του και γνωρίστηκε με τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας: «Το ποντίκι», που πίστεψε σε αυτόν από την πρώτη στιγμή, τον προσέλαβε αμέσως και του έδωσε ξεχωριστή στήλη στην εφημερίδα. Θυμήθηκε τη στιγμή που πήρε τηλέφωνο τον πατέρα του, για να του αναγγείλει μια μεγάλη του επιτυχία που είχε και εκείνος του είπε κατά λέξη: «Συγχαρητήρια αγόρι μου και να θυμάσαι ότι η μεγαλύτερη επιτυχία είναι να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου και κάθε βράδυ να μπορείς να κοιμηθείς με ήσυχη συνείδηση.» Θυμήθηκε την απόφαση που είχε πάρει τότε να είναι πάντα αντικειμενικός και να λέει πάντοτε τη γνώμη του χωρίς φόβο και πάθος. Θυμήθηκε την πρώτη του εμφάνιση σε δελτίο ειδήσεων και τον μεγάλο αντίκτυπο που είχε στο κοινό. Θυμήθηκε τη μέρα που άρχισε να δέχεται πιέσεις από τον αρχισυντάκτη για να σταματήσει την σκληρή κριτική κατά της κυβέρνησης. Θυμήθηκε τη μέρα που τον πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο πρωθυπουργός θέλοντας να τον πείσει να γράψει ένα ψευδή λίβελο κατά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κι εκείνος πάντα θυμούμενος τη ρύση του μακαρίτη, πλέον, πατέρα του, αλλά και νοιώθοντας εκείνο τον καιρό ατρόμητος αρνήθηκε. Θυμήθηκε την επόμενη μέρα που ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας τον περίμενε έξω από το γραφείο του και ψυχρά του ανακοίνωσε την απόλυσή του. Θυμήθηκε ότι το απόγευμα της ίδιας μέρας απολύθηκε και από το κανάλι. Θυμήθηκε τις επόμενες μέρες που ψάχνοντας για δουλειά βρήκε όλες τις πόρτες κλειστές. Και τέλος Θυμήθηκε ότι η εφημερίδα «φάει τυρί και μάθε τι γίνεται στη γη» στηρίζει την κυβέρνηση…
Ένοιωσε ένα κόμπο στο στομάχι του. Τότε συνειδητοποίησε ότι αυτό το άρθρο ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Αν έγραφε ένα λίβελο κατά της αντιπολίτευσης θα έδινε τέλος στα προβλήματά του. «Μήπως πρέπει να σταματήσω τους ηρωισμούς;» σκέφτηκε. «Τι να το κάνω που κοιμάμαι με καθαρή συνείδηση, αφού κοιμάμαι νηστικός» Άρχισε να ξύνει αμήχανα το κεφάλι του. «Πατέρα τι βλακείες μου έλεγες;» φώναξε και κοίταξε προς την μισογκρεμισμένη οροφή του σπιτιού του. Σηκώθηκε, ήπιε νερό και ξανακάθισε στην καρέκλα του. Ήξερε μέσα του ότι έσφαλε. Ξαφνικά, έδωσε ένα γερό χαστούκι στο δεξί του μάγουλο και άρχισε να λέει φωναχτά στον εαυτό του: «Ξύπνα ρε. Τι είναι αυτά που λες; Ο κόσμος σε παρακολουθούσε και σε αγάπησε επειδή ήσουν αυθεντικός και επειδή πάντα τα έλεγες έξω απ’ τα δόντια. Όχι, ρε θα γράψεις τις απόψεις σου όπως πάντα. Δε θα αλλάξεις τώρα. Εξ’ άλλου, για ένα φιλότιμο ζει ο ποντικός, για ένα γαμώτο.» Κοίταξε χαμογελώντας προς τα πάνω, συγκεντρώθηκε και πιο αισιόδοξος, παρά ποτέ, άρχισε να γράφει. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί:
«Για την εφημερίδα «φάε τυρί και μάθε τι γίνεται στη γη» Γ. Τυρόπουλος:
Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τις εκλογές και το κυβερνόν κόμμα της Νέας Τυροκρατίας έδειξε τις προθέσεις του. Αν και ο πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί προεκλογικά ότι δε θα αυξήσει το ΦΠΑ η Νέα Τυροκρατία προχώρησε στην αύξησή του κατά δύο τοις εκατό. Αυτή η κίνηση συνοδευόμενη από τη γενικότερη πολιτική της ελεύθερης αγοράς, που ακολουθεί η Νέα Τυροκρατία, έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο το λαό που έχει πει το τυρί τυράκι. «Ο πρωθυπουργός να σταματήσει τις βόλτες στα τυροκομεία της πόλης και να ασχοληθεί με τα προβλήματά μας», λέει αγανακτισμένος ο πρόεδρος της ένωσης καταναλωτών.
Ο λαός περιμένει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αντιδράσει, όμως στο ΠΑΣΤ (ΠΑνποντικίσιο Σοσιαλιστικό Τυροκομείο) η κατάσταση είναι λυπηρή. Παρά τις προσπάθειες του ευφυέστατου και ευφραδέστατου αρχηγού του, έχει πέσει σε βαθιά κρίση μετά τις εκλογές και όντας απασχολημένο με τα εσωκομματικά του δεν έχει ξεκινήσει να αντιπολιτεύεται τη Νέα Τυροκρατία. Την κατάσταση στο ΠΑΣΤ δυσχεραίνει η ακόλουθη δήλωση ενός πρώην βουλευτή του: «Τολμώ να ισχυριστώ ότι η σοσιαλιστική πολιτική του ΠΑΣΤ ανήκει πλέον στο past.» Αυτή η κατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ιδανική για το κυβερνόν κόμμα, που πραγματοποιεί υπόγεια τις αντιλαϊκές του μεταρρυθμίσεις.
Η αντίδραση όμως της ενισχυμένης μετά τις εκλογές αριστεράς κρίνεται νωχελική. Ο ΣΥΤΑ (ΣΥνασπισμός της Τυρινής Αριστεράς) αποφάσισε από εδώ και πέρα να αγωνιστεί αποκλειστικά για το δικαίωμα του κάθε gay ποντικού στο γάμο, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα προβλήματα του λαού. Το ΚΚΠ (Κουμμουνιστικό Κόμμα Ποντικούπολης) ζήτησε από την κυβέρνηση να σταματήσει την εισαγωγή κίτρινων τυριών από την Ολλανδία και η χώρα να περιοριστεί στην κατανάλωση ντόπιων τυριών, όπως φέτα και γραβιέρα. Τα αιτήματα αυτά καθώς και η συνεχώς αυξανόμενη κόντρα μεταξύ του ΣΥΤΑ και του ΚΚΠ, που προφανώς δεν εκφράζουν το λαό, προκαλούν δυσανασχέτηση. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι βολεύουν την κυβέρνηση, που δε συναντά τη δυναμική αντίσταση μιας ενωμένης αριστεράς στις μεταρρυθμίσεις που θέλει να προβεί.
Τέλος, το ΛΕΚ (Λαϊκό Εθνικιστικό Κεφαλοτύρι) συμφωνώντας με τις μεταρρυθμίσεις που θέλει να επιβάλλει η κυβέρνηση, απαίτησε από τον πρωθυπουργό την κήρυξη πολέμου κατά του έθνους των αρουραίων, διότι όπως ισχυρίζεται, ο αριθμός τους έχει αυξηθεί επικίνδυνα. Φήμες, ωστόσο, λένε ότι ο πρωθυπουργός μόλις άκουσε αυτό το αίτημα του ΛΕΚ γέλασε τόσο πολύ που στραβοκατάπιε το κομμάτι κασέρι που έτρωγε εκείνη τη στιγμή.
Αυτά προς το παρόν. Σας εύχομαι χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα και ίσως τα ξαναπούμε από κάποια άλλη εφημερίδα.»
Τέλειωσε το γράψιμό του και με χαρά κράτησε το χαρτί στο χέρι του. Το δίπλωσε προσεχτικά και το τοποθέτησε σιγά σιγά σε έναν παλιό, κιτρινισμένο φάκελο. Έσταξε πάνω του κερί, το πάτησε με τη σφραγίδα, που είχε τα αρχικά του «Γ.Τ.» και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Όλα ήταν έτοιμα. Η καρδιά του φτερούγιζε από χαρά και τα ροζαλιά αφτιά του είχαν αναψοκοκκινίσει από την υπερένταση. Ένοιωσε την ανάγκη να βγει έξω να πάρει καθαρό αέρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε στο δωμάτιο του ν’ αλλάξει. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να βάλει το παλτό του, τα μάτια του έπεσαν στο ρολόι. «Δύο και μισή το μεσημέρι;! Πόπο, πώς πέρασε έτσι η ώρα;» είπε σιγογελώντας. «Πρέπει να βιαστώ να πάω να δώσω το άρθρο». Φόρεσε γρήγορα το λιωμένο από τη χρήση παλτό του, έβαλε και το κόκκινο σκουφάκι του με τη μεγάλη φουντίτσα στην κορυφή και πήγε στο σαλόνι να το πάρει. Δυστυχώς, γάντια δεν είχε και έτσι έβαλε το ένα χέρι του βαθιά στην τρύπια τσέπη του παλτού του, ενώ με το άλλο πήρε το γράμμα, που φυσικά ούτε καν διανοήθηκε να το βάλει σε κάποια τσέπη, μη θέλοντας σε καμία περίπτωση να τσαλακωθεί.
Βγήκε έξω και με ένα στητό περπάτημα, σε σημείο, μάλιστα, που προκαλούσε το γέλιο των περαστικών, πήρε το δρόμο προς την οδό Τυριανού. Τρεις παρά δέκα είχε φτάσει στο σημείο συνάντησης και περίμενε. «Χεχε, νωρίς ήρθα.» μονολόγησε και κάθισε σε ένα από τα άδεια παγκάκια της γειτονιάς. Δίπλα του πέρναγαν παιδάκια, μεγάλοι, χαρούμενα πρόσωπα με σακούλες που περιείχαν δώρα και ζαχαρωτά, αλλά ούτε που τους έδινε την παραμικρή σημασία. Είχε χαθεί στις σκέψεις του. Σκεφτόταν το μέλλον του Αυτό το άρθρο θα μπορούσε να αποτελέσει την σωτηρία του. Θα μπορούσε να τον επαναφέρει στα μεγάλα δημοσιογραφικά σαλόνια, εκεί που είχε φτάσει χάρη στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Θα μπορούσε να κάνει τον κόσμο να τον ξαναθυμηθεί και να τον ξαναγαπήσει λίγο. Λίγο; Και γιατί λίγο και όχι πολύ; Αυτά σκεφτόταν μέχρι που μια φωνή τον επανάφερε στην πραγματικότητα.
-Κύριε Τυρόπουλε;
-…
-Κύριε Τυρόπουλε;
-Ε ναι, με συγχωρείτε. Είστε ο κύριος Κεφαλοτύρης;
-Ναι, και υποθέτω ότι έχετε το άρθρο.
-Βεβαίως ορίστε, είπε και του έδωσε το γράμμα. Και σεις υποθέτω ότι έχετε την αμοιβή μου…
Ο Κεφαλοτύρης άνοιξε το φάκελο και μόλις διάβασε τα σχόλια για το συμπαθέστατο κόμμα της Νέας Τυροκρατίας, στο πρόσωπο του σχηματίστηκε μια γκριμάτσα σα να είχε φάει μουχλιασμένη φέτα, που την είχε μπερδέψει με ροκφόρ. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά κι έτσι αποφάσισε να αγοράσει το γράμμα και να δώσει την αμοιβή στον φίλο μας Γεράσιμο.
-Από τότε που διάβαζα τα άρθρα σας και σας έβλεπα στην τηλεόραση δεν έχετε αλλάξει μυαλά κύριε Γεράσιμε, του είπε με νόημα· αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς…
Του έδωσε τα λεφτά σε ένα σακουλάκι, που μύριζε τυρί gouda και έφυγε. Ο Γεράσιμος αγνοώντας τις παρατηρήσεις του Κεφαλοτύρι έπιασε το σακουλάκι και με την κοκκινισμένη απ’ το κρύο μύτη του οσμίστηκε τη μυρωδιά του τυριού. «Πόπο, αυτή είναι η μυρωδιά του χρήματος!» είπε ανέκφραστος, αλλά μέσα του γέλαγε. Του ήρθε να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο, του ήρθε να φωνάξει… Αλλά, όπως πάντα συνετός, ο χαζούλης μας ποντικός, συγκρατήθηκε. Θέλησε να μάθει την ώρα. Ρολόι δεν είχε και έτσι ρώτησε ένα περαστικό. Αυτός έβγαλε το κινητό του, Sony Ericsson K850 (το καινούριο μοντέλο, που έχει κάμερα 5 megapixel!) και βλέποντας το ψηφιακό ρολόι, του είπε με καμάρι την ώρα: «τρεις και τέταρτο!». Ο Γεράσιμος τον ευχαρίστησε και ξανακάθισε στο παγκάκι, για να αποφασίσει τι θα κάνει στη συνέχεια της μέρας. Ήθελε να πάει για ψώνια, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι είχε ξεπαγιάσει. Εν τέλει, αποφάσισε να πάει στο σπίτι του να ξεκουραστεί και το απογευματάκι να περάσει από τα μαγαζιά. Έτσι, λοιπόν πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μόλις μπήκε μέσα, ακούμπησε το παλτό του στον παλιό, αλλά καλοσυντηρημένο καλόγηρο, με μία κίνηση πέταξε το σακουλάκι με τα λεφτά στο τραπέζι του σαλονιού και κατευθύνθηκε αμέσως στην κουζίνα όπου έφαγε κάτι υπολείμματα τυριού, που του είχαν απομείνει. Αφού τέλειωσε το σύντομο γεύμα του, πήγε στο κρεβάτι του για να αναπαυτεί. Σε αντίθεση με την πολύ σκληρή πραγματικότητα, τα όνειρα του Γεράσιμου αυτό το μεσημέρι ήταν πολύ γλυκά…
Ξύπνησε πολύ χαρούμενος. Είδε την ώρα. Εφτά και είκοσι-έξι το απόγευμα. «Χεχε, παρακοιμήθηκα καθώς φαίνεται» σκέφτηκε. Γεμάτος ενέργεια και όρεξη ήθελε όσο τίποτε άλλο να πάει για ψώνια. Έβαλε γρήγορα τα παπούτσια του και κινήθηκε προς το σαλόνι, τραγουδώντας με χαρά: «Χριστούγεννα, τον Άι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά, κι είν’ ένας πρώην Έλλην αριστερός, ένας θνητός, με τ’ όνειρο του δίχως στέγη καμιά» Μα, μόλις μπήκε στο σαλόνι, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του. Είδε την πόρτα του παραβιασμένη, και το σαλόνι άνω κάτω. «Τα λεφτά», σκέφτηκε, «που έβαλα τα λεφτά» Είδε το σακουλάκι πάνω στο τραπέζι. Έτρεξε κατευθείαν να δει αν υπήρχαν τα λεφτά μέσα. Ήλπιζε μήπως οι ληστές δεν το είχαν δει Ήλπιζε μήπως οι ληστές τον είχαν σπλαχνιστεί και δεν του τα πήραν Ήλπιζε μήπως ο Θεός τον είχε ελεήσει… Βλέπεις, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία… Το άρπαξε, κοίταξε μέσα κι εκεί τέλειωσαν όλα. Όλα ήταν υπόθεση μερικών στιγμών ανάπαυσης… «Καλά λένε ότι ο ύπνος είναι μισός θάνατος» ψέλλισε ο Γεράσιμος και βγάζοντας τη γλωσσίτσα του έγλυψε το σακουλάκι, που μύριζε τυρί gouda. «Η γεύση της αποτυχίας!» μονολόγησε αλλά αυτή τη φορά δεν γέλασε. Αυτή τη φορά, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του και στη συνέχεια και δεύτερο και τρίτο. Πλέον, έκλαιγε και έκλαψε για αρκετή ώρα για να απαλύνει τον πόνο του.
Η ώρα πήγε οχτώ. Ο χαζούλης μας ποντικός σφούγγισε τα κοκκινισμένα μάτια του. Ήταν ράκος σωματικά, αλλά το κυριότερο ήταν ράκος ψυχικά. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, από την σκληρή πραγματικότητα, σήκωσε νωχελικά το δεξί του χέρι, δείχνοντας στον αέρα, και φώναξε: «αυτό δε θα περάσει έτσι Θα πάω στην αστυνομία… Αυτή τη φορά θα διεκδικήσω το δίκιο μου…» Φόρεσε το παλτό του και όντας εκτός ελέγχου, άρχισε να τρέχει προς το αστυνομικό τμήμα.
Έφτασε Μπήκε μέσα και στον πρώτο αστυνομικό που βρήκε άρχισε να φωνάζει: «με λήστεψαν… Με λήστεψαν… Μου έκλεψαν διακόσια ευρώ… Τα είχα αφήσει σε ένα σακουλάκι πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και όταν πήγα για ύπνο παραβίασαν την πόρτα και μου τα πήραν… Μένω στην οδό Τυροκροκέτας 13… Με λήστεψαν σας λέω…» Ο αστυνομικός τον κοίταξε και μια ψεύτικη ματιά συμπόνιας σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Τον χτύπησε στην πλάτη απαλά και του είπε: «έλα ρε φίλε σε λήστεψαν, ε και λοιπόν; Ο πρώτος είσαι ή ο τελευταίος; Άσε που το τραπέζι δεν είναι θέση για λεφτά… Τα λεφτά του ο κόσμος τα βάζει στην τράπεζα… Άντε πήγαινε σπίτι σου και από δω και πέρα να είσαι πιο προσεχτικός.» Ο Γεράσιμος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Χρόνια έκανε ρεπορτάζ και ήξερε την αντιμετώπιση των απλών πολιτών από τους δημόσιους φορείς. Ήξερε ότι όσο κι αν προσπαθούσε δεν θα έβρισκε το δίκιο του. Έσκυψε, λοιπόν, το κεφάλι και σηκώθηκε να φύγει… Καθώς, όμως, κατευθυνόταν προς την έξοδο συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο υπουργός δημόσιας τάξης, Βύρων Τυρόδουλος, που είχε αποφασίσει να κάνει μια ξαφνική επιθεώρηση στο αστυνομικό τμήμα. Ο φίλος μας Γεράσιμος αποφάσισε να δράσει.
- Καλησπέρα κύριε Βύρωνα.
- Καλησπέρα μικρέ πολίτη. Πρέπει να έχεις σοβαρό λόγο για να απασχολείς τον υπουργό, τον Βύρωνα.
- Με κλέψανε υπουργέ μου, απεγνωσμένος ήρθα εδώ και ο αστυνομικός άρχισε να μου λέει ότι αυτά συμβαίνουν και αρνήθηκε να με βοηθήσει
είπε με μια ανάσα ο Γεράσιμος.
Ο υπουργός κοντοστάθηκε και με τα μάτια του περιεργάστηκε τον Γεράσιμο απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ξαφνικά τον αναγνώρισε…
- Εσύ δεν είσαι ο Γεράσιμος Τυρόπουλος, ο ασπάλακας δημοσιογράφος που στο παρελθόν μου ασκούσες εντονότατη κριτική; Εσύ δεν είσαι αυτός που είχε τολμήσει να με αποκαλέσει υπουργό της βίας και ανίκανο; Εσύ δεν είσαι αυτός που με τους λίβελους που δημοσίευε, στην αισχρή εφημερίδα «Το ποντίκι», με καλούσες να παραιτηθώ; Εσύ δεν είσαι αυτός που με το φριχτό του ρεπορτάζ για τα δομημένα ομόλογα κόντεψε να ρίξει την κυβέρνηση μας και να την οδηγήσει σε εκλογές; Και τώρα τολμάς και μου ζητάς βοήθεια;
Ο Γεράσιμος τα έχασε. «Δεν έχω άλλη ελπίδα» σκέφτηκε· «ο υπουργός είναι η τελευταία μου»
- Κύριε υπουργέ μου τι θέλετε να κάνω; Σας παρακαλώ να με βοηθήσετε. Έχω ανάγκη αυτά τα λεφτά.
- Αν θες βοήθεια θα πρέπει να κάνεις κάτι για μένα…
- Τι θέλετε να κάνω;
- Τι θα έλεγες να με ψηφίσεις;
- Αποκλείεται, απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ο χαζούλης μας ποντικός, που πλέον ήταν πιο αποφασισμένος από ποτέ να μην πουλήσει για κανένα λόγο την πολίτική του συνείδηση.
- Ε, τότε θα πρέπει να με καλοπιάσεις. Λεφτά δεν έχεις… Πώς σου φαίνεται να μου φέρεις ως δώρο τη μεταξωτή κορδέλα του γάτου Φιφίκου.
Ο Γεράσιμος μόλις το άκουσε αυτό έπιασε ενστικτωδώς την ουλή του χεριού του. Τρελάθηκε και μόνο στην σκέψη ότι θα ξανάβλεπε το γάτο Φιφίκο.
- Λοιπόν δέχεσαι ή όχι; Τον ρώτησε για τελευταία φορά ο υπουργός.
- Ναι, δέχομαι, απάντησε σε μια στιγμή αυθορμητισμού ο χαζούλης μας ποντικός. Θα σας τη φέρω το συντομότερο δυνατό.
- Ωραία αν το κάνεις να είσαι σίγουρος ότι οι κλέφτες θα συλληφτούν και τα λεφτά θα σου επιστραφούν.
Χαμογέλασε, του έκλεισε το μάτι και προχώρησε στα γραφεία του αστυνομικού τμήματος, για να ξεκινήσει την επιθεώρησή του. Ο Γεράσιμος, που είχε μείνει μόνος του, μόλις συνειδητοποίησε το τι είχε πει, του ήρθε να λιποθυμήσει. Με δυσκολία μάζεψε τα συντρίμμια του και γύρισε σπίτι.
Μόλις μπήκε μέσα κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν δέκα και μισή. Σε μιάμιση ώρα θα ήταν Χριστούγεννα και ο φίλος μας ευχόταν να άνοιγε η γη και να τον κατάπινε. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα για να αποφασίσει τι θα κάνει. «Είπα στον υπουργό ότι θα το κάνω και οφείλω να το κάνω.» σκέφτηκε. «Θα πάω και τώρα μάλιστα κι ότι γίνει. Έδωσα το λόγο μου και οφείλω να τον τηρήσω. Άλλωστε, για ένα φιλότιμο ζει ο ποντικός, για ένα γαμώτο…». Σηκώθηκε αποφασισμένος, πήρε μια βαθιά ανάσα και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση ξεκίνησε για το σπίτι του Φιφίκου.
Το σπίτι του επίμαχου γάτου ήταν μακριά. Του πήρε μία ώρα και ένα τέταρτο, του χαζούλη μας ποντικού, να φτάσει. Για καλή του τύχη, μόλις έφτασε η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και τα αφεντικά του Φιφίκου βγήκαν έξω. Φαίνεται πήγαιναν σε ρεβεγιόν. Ο Γεράσιμος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ευκαιρία και χωρίς να γίνει αντιληπτός όρμηξε ταχύτατα μέσα. Η πόρτα έκλεισε τρίζοντας και με φόρα πίσω του. Πλέον, ήταν μόνος στο σπίτι με τον Φιφίκο. Στη σκέψη αυτή ο Γεράσιμος ένιωσε ένα τρεμούλιασμα στη σπονδυλική του στήλη. Παρ’ όλα αυτά δεν πτοήθηκε. Ανασκουμπώθηκε και άρχισε να προχωρεί προσεχτικά προς το υπνοδωμάτιο, όπου και υποψιαζόταν ότι θα βρίσκεται ο Φιφίκος. Το ήξερε, βλέπεις, καλά το σπίτι μιας και αποτελούσε την προηγούμενή του κατοικία, μέχρι που εγκαταστάθηκε αυτός ο βρωμόγατος. Η ώρα είχε πάει δώδεκα παρά πέντε και ο Γεράσιμος έφτασε στο υπνοδωμάτιο και τι τύχη;! Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο Φιφίκος κοιμόταν βαθιά. Είχε, μάλιστα, αγκαλιάσει το κόκκινο μάλλινο κουβάρι του, ενώ δίπλα του υπήρχε ένα ψεύτικο λαστιχένιο ποντικάκι, που του έλειπε το ένα αφτί. Όμως ο Γεράσιμος τα αγνόησε όλα αυτά και το βλέμμα του επικεντρώθηκε στο λαιμό του γάτου. Εκεί, όπου η μεταξωτή κορδέλα ήταν δεμένη φιόγκος και φάνταζε πραγματικά πιο εκθαμβωτική από ποτέ… Φαίνεται ότι θα την είχαν πλύνει με skip την προηγούμενη μέρα και θα την είχαν φρεσκοσιδερώσει, ώστε να είναι καθαρή για την μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων. Ο χαζούλης μας ποντικός, λοιπόν, αποφάσισε να μην περιμένει άλλο και να κινηθεί προς την απόκτηση της πολυπόθητης κορδέλας. Άρχισε, λοιπόν, να περπατάει στις μύτες των μικρών του ποδιών. Περπάταγε πραγματικά πιο αργά κι από τον θάνατο, λες και βάδιζε σε ναρκοπέδιο. Η ποντικίσια καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζες ότι θα σπάσει.
Δώδεκα παρά ένα λεπτό ο Γεράσιμος βρισκόταν στην πλάτη του βαθιά κοιμώμενου Φιφίκου. Ήταν έτοιμος να πάρει την κορδέλα. Ήταν έτοιμος να δώσει ευτυχισμένο τέλος στο κακό αυτό όνειρο. Ήταν έτοιμος να περάσει από την κόλαση, που βίωνε εκείνη τη στιγμή, στον παράδεισο. Με μια προσεχτική κίνηση έπιασε το φιόγκο. Δεν μπορούσε πλέον τίποτα να πάει στραβά. Αλλά, ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι… Θυμήθηκε κάτι που άλλαζε τα πάντα Θυμήθηκε ότι δεν ήξερε να λύνει φιόγκους! Πάγωσε Το αίμα για μερικές στιγμές σταμάτησε να ρέει στις μικρές του φλεβίτσες… Αποφάσισε να κατέβει από το γάτο και ξεχνώντας κάθε τι γενναίο και ηρωικό που τον έφερε σ' εκείνη τη θέση να τρέξει στην έξοδο για να σώσει τη ζωή του. Μα ξάφνου οι δείκτες του μεγάλου εκκρεμούς του σπιτιού έδειξαν δώδεκα ακριβώς. Το εκκρεμές άρχισε να χτυπά. Δώδεκα δυνατά νταν έσπασαν τη σιωπή του σπιτιού και σήμαναν Χριστούγεννα. Νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν - νταν. Ο Φιφίκος ξύπνησε και πριν καλά καλά προλάβει να καταλάβει το παραμικρό, ο μικρός μας Γεράσιμος βρέθηκε στα φρεσκοακονισμένα νύχια του.
- Καλά ρε παλιόφιλε το έκαψες τελείως; ρώτησε ο αγουροξυπνημένος γάτος…
- Εεεε; απάντησε ο χαζούλης μας ποντικός που είχε κλείσει τα μάτια του και περίμενε καρτερικά το θάνατο…
- Σωστά
Είχες και τίποτα για να κάψεις; είπε και γέλασε ο Φιφίκος.
Ο Γεράσιμος τα έχασε.
- Καλά εσύ δεν θα με φας; ρώτησε τρομοκρατημένος…
- Κανονικά θα ‘πρεπε, απάντησε ο γάτος
· αλλά σήμερα είναι Χριστούγεννα Είναι μεγάλη γιορτή σήμερα. Οι άνθρωποι ανταλλάσσουν δώρα, έτσι κι εγώ θα ήθελα να σου χαρίσω την κορδέλα μου.
Έβγαλε τη μεταξωτή κορδέλα του και την έδωσε στο χαζούλη μας ποντικό, που είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα.
- Σ’ ευχαριστώ, ψέλλισε.
- Εσύ τι θα μου δώσεις; είπε ο γάτος. Πρέπει και συ να μου δώσεις κάτι
Βλέπεις έτσι συνηθίζεται…
Ο ποντικός μας έβγαλε τη σκούφια του και του την έδωσε.
- Δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω. Πάρε την κόκκινη σκούφια μου για να με θυμάσαι. του απάντησε.
Ο Φιφίκος άφησε το Γεράσιμο να πιει λίγο από το γάλα του και ύστερα τον ξεπροβόδισε .
- Καλά σου Χριστούγεννα και να θυμάσαι ότι από αύριο και πάλι θα σε κυνηγάω. Φυλάξου λοιπόν!
Ο Γεράσιμος αφού τον ευχαρίστησε και τον βεβαίωσε ότι θα φυλαχτεί πήρε το δρόμο προς το σπίτι του. Τι εμπειρία κι αυτή; Σίγουρα αυτά ήταν τα πιο συναρπαστικά Χριστούγεννα της ζωής του. Την καρδιά του την ένοιωθε ασυνήθιστα ζεστή. Το γιατί δεν το ήξερε ούτε καν ο ίδιος. «Βρε έτσι λες να νοιώθουν αυτοί που αγαπάνε; Βρε λες σήμερα να ένοιωσα την πραγματική αγάπη;» σκέφτηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με σιγουριά. Το σίγουρο είναι ότι έτσι δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη μικρή και ασήμαντη ποντικίσια ζωή του. Όταν γύρισε σπίτι του δεν είχε όρεξη να κοιμηθεί. Μετά από αυτά που έζησε πώς να τον πάρει ο ύπνος; Κάθισε στην ξεφτισμένη πολυθρόνα του και άναψε την τηλεόραση. Δεν παρακολουθούσε όμως. Παραδόθηκε στις σκέψεις του. «Έχω τη κορδέλα που τόσο ήθελα», σκέφτηκε· «μπορώ να την δώσω στον υπουργό και να πάρω αυτά τα διακόσια ευρώ που έβγαλα με την αξία μου… Ε, λοιπόν αύριο το πρωί θα πάω και θα του την δώσω», κατέληξε ο μικρός μας φίλος, έκλεισε την τηλεόραση και σηκώθηκε να πάει για ύπνο. Μα κοντοστάθηκε «Όχι δεν είναι σωστό…», ξανασκέφτηκε, «η κορδέλα είναι δώρο και τα δώρα δεν πωλούνται. Πόσο μάλλον σε γλοιώδες φάτσες για διακόσια ψωροευρώ Πόσο μάλλον όταν κρύβουν από πίσω τους την πιο συγκλονιστική ανάμνηση της ζωής σου!»
Εκείνο το βράδυ ο Γεράσιμος κοιμήθηκε τον πιο γλυκό, αλλά και τον πιο βαθύ ύπνο από τη μέρα που γεννήθηκε. Η ψυχή του πραγματικά δε μπορούσε να είναι καθαρότερη… Ήταν πιο λευκή κι από το χιόνι, που εκείνο το βράδυ έριξε ο καλός μας θεούλης. Ναι, αυτός ήταν ο ύπνος του δικαίου για το Γεράσιμο και τον απόλαυσε όσο ποτέ άλλοτε… Tόσο, που δεν είχε νόημα να ξανασηκωθεί…
Καληνύχτα Γεράσιμε, καληνύχτα…

...Μέσα μου έχω πράμα ζορισμένο και βουβό...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό blog!
Έξυπνα κείμενα και ενδιαφέρον περιεχόμενο.

Συγχαρητήρια και καλή συνέχεια

Δέσποινα Π.

Λογω-τέχνης είπε...

Δέσποινα ορίστε: @->- και σ' ευχαριστώ για τα ωραία λογάκια σου. Να 'μαστε καλά να συνεχίζουμε να κάνουμε ταξίδια μέσω των γραπτών... Ταξίδια μακρινά και ανέξοδα!

Ανώνυμος είπε...

Νάσαι καλά παληκάρι μου.Το blog σου είναι μιά όαση για τους χαλεπούς καιρούς μας! Να ζήσεις όσο κι ο μπαμπάς της πολυχρονεμένης ΥΠΕΞ μας!!!

Λογω-τέχνης είπε...

Χεχε, έτσι να βλέπω το blog να αποκτάει και σατιρική υφή… Αλλά μη με καταριέστε να ζήσω όσο και ο Δρακουμέλ. Δεν έχω κάνει κάτι που να αξίζω τέτοια τιμωρία… :-)