Ιουνίου 21, 2008

Ένα κεφάλι που γύρισε, το χαμόγελο που σβήστηκε

Όσο ήταν δίπλα του γέλαγε. Τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα μάγουλα που τσιτώνονταν με το ζόρι για να κρύψουν τον ατέλειωτο καημό. Την ώρα που θα χώριζαν του έπιασε το χέρι και τον φίλησε στο μάγουλο, ζώντας για λίγο την απύθμενη χαρά της παρουσίας του. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της και άρχισε να απομακρύνεται… Τότε λοιπόν, όταν πια εκείνος δεν την έβλεπε, άφησε το πρόσωπό της να χαθεί στη στενοχώρια, να σκυθρωπιάσει, να πάρει τη θωριά του άπιαστου ονείρου. Αυτός πιάστηκε αγκαζέ με την αγάπη του και συνέχισε να περπατάει ατάραχος.
Σεβντάς μεγάλος, έρωτας αληθινός. Μα, προς Θεού, εκείνος δεν έπρεπε να το μάθει. Εκείνος ήταν χαρούμενος κι αυτό της αρκούσε. Ήθελε το καλό του, το χαμόγελό του, την ευτυχία του και ας μην είχε την κοινωνία της ψυχής και του σώματος μαζί του. Άλλωστε, ήταν φυσικό να μη γυρίσει καν να την κοιτάξει. Ο καθρέφτης το έλεγε πεντακάθαρα. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα μάγουλά της, κοκάλινα μυωπικά γυαλιά έστεκαν μπροστά στα μάτια της, η μύτη της ήταν υπερβολικά μεγάλη, το περπάτημά της άχαρο… Μα είναι ποτέ δυνατόν; Αυτή θα γύρναγε να κοιτάξει;
Και τι να σου πει ένας καθρέφτης; Μόνο τα επουσιώδη δείχνει, την επιδερμίδα. Τι υπάρχει μέσα από το πετσί, στον πραγματικό άνθρωπο, μόνο ο Θεός μπορεί να το δει και μόνο ο άνθρωπος που αγαπά, ο άνθρωπος που πλησιάζει στην ουσία του το Θεό. Γιατί το να κοιτάς τα μάτια και να λες: «πράσινα, καστανά, μελαχρινά, μεγάλα, μικρά, αλλήθωρα» είναι το εύκολο και είναι το εύκολο, γιατί το μπορούνε όλοι. Το σπουδαίο είναι να μπορείς να δεις την ψυχή του ανθρώπου που καθρεφτίζεται σε αυτά.
Το λοιπόν, ο πόνος μεγάλος και ήταν κι εκείνη η πρόσκληση γάμου που είχε λάβει και την είχε αφήσει μισολιπόθυμη να μετράει τον καημό στα δάκρυα, στα χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα και στη βαφή των ματιών, που είχε βραχεί και γεμίσει το πρόσωπό της μουντζουριές. Μα ήταν και εκείνη η στολισμένη εκκλησία, που ανυπόμονα περίμενε την αυριανή μέρα για να ενωθούν μυστηριακά μέσα της οι δυο σάρκες σε μία… Ακόμα ήταν και κείνο το υπέροχο, δανεισμένο, λευκό νυφικό, μα και το καθαρισμένο, μαύρο σακάκι… Αχ, στ’ αλήθεια πόσο θα ήθελε να είχε τσαμπουκά, να μην ήταν τόσο ντροπαλή, να πήγαινε και να του άνοιγε την καρδιά της χωρίς κανένα φόβο, να του εξομολογούνταν τι αισθάνεται γι’ αυτόν ή έστω να του έλεγε δυο μόνο λέξεις, το «σ’ αγαπώ». Αχ, στα αλήθεια πόσο θα ‘θελε να καταλάβαινε κι εκείνος περισσότερα από τη γλώσσα του σώματος, απ’ τα μάτια της που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν απ’ τα δικά του, απ’ το όλο ντροπή γερμένο προς τα κάτω κεφάλι της όταν του μιλούσε, αλλά ακόμα ακόμα και απ’ τον γεμάτο έρωτα τόνο της φωνής της. Όχι, όχι, αναίσθητος δεν ήταν, γι’ αυτό ούτε λόγος… Απλά τύχαινε να είναι λιγάκι επιπόλαιος… Κι εκείνη ήταν επιπόλαιη! Ακόμα και σ’ αυτό ταίριαζαν!
Η αυριανή ήταν μεγάλη μέρα και ήταν καλεσμένη κι αυτή να αισθανθεί το μεγαλείο της. Μάλιστα, σε τέτοιες χαρμόσυνες περιστάσεις πάντα διάλεγε από νωρίς τα ρούχα που θα φορούσε, σκεφτόταν για ώρες ατέλειωτες τις ευχές που θα έδινε στους νεόνυμφους, καθώς και την πιθανότητα να μην τους αρέσει το δώρο που τους είχε πάρει… Μα αυτή τη φορά πού όρεξη για τέτοιες χαζές συνήθειες; To μπουκάλι με το ουίσκι άνοιξε και ο πόνος άρχισε να πνίγεται στο οινόπνευμα, ενώ η ζάλη γίνηκε τραγούδι λαϊκό, αμανές που δεν χωρούσε στο δωμάτιο και αντιλαλούσε ως το δρόμο. Και ο πόνος άρχισε να απαλύνεται, οι ώρες να περνούν, η νύχτα έδωσε τη θέση της στη μέρα και σε λίγες ώρες ο γάμος θα τελούνταν και οι δυο σάρκες θα ενώνονταν μυστηριακά σε μία… Να ετοιμαζόταν για να πάει; Όχι, όχι ποτέ. Αυτό δεν θα το άντεχε. Σκέφτηκε να επικοινωνήσει μαζί του, να του μιλήσει, να του πει τι νιώθει. Ίσως και όλα να άλλαζαν. Ίσως μια στιγμή, μία και μόνο στιγμή, να αρκούσε για να γυρίσουν τούμπα οι ζωές και των δύο. Το ουίσκι της είχε λύσει τη γλώσσα και την είχε γεμίσει κουράγιο. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και σηκώθηκε να πάει να τον βρει…
Το εκκρεμές της εκκλησίας σήμανε την ώρα του γάμου. Το βουβό ρολόι του δωματίου της με ένα λεπτό καθυστέρηση έδειξε κι αυτό τη μεγάλη εκείνη ώρα. Αυτή βρισκόταν ξαπλωμένη στο αδειανό της κρεβάτι. Τελικά δείλιασε την ύστατη στιγμή, φοβήθηκε τη συνάντηση μαζί του, δεν βρήκε τη δύναμη να του απογυμνώσει την ψυχή της. Άλλωστε θυμήθηκε ότι θέλει μόνο το καλό του, το χαμόγελό του, την ευτυχία του και ας μην έχει την κοινωνία της ψυχής και του σώματος μαζί του.
Και τώρα απόμεινε βουρκωμένη να κλείνει τα μάτια και να παρατηρεί μια κουκκίδα στον ορίζοντα, η οποία είναι ένας άνθρωπος που έρχεται και ο άνθρωπος είναι εκείνος και καθώς πλησιάζει γίνεται βροχή να ποτίσει το κρυφό μέρος του σώματος της, τη μυστική σπηλιά της. Μα μετά ανοίγει τα μάτια και η κουκκίδα μετατρέπεται σε διαμαντένιο δάκρυ που κυλάει από το μάγουλό της, μα και σ' ένα μπλουζ, στο μοναχικό ήχο ενός σαξοφώνου που τσιρίζει. Μα να που τα μάτια ξανακλείνουν, ώστε η κουκκίδα να σηματοδοτήσει και πάλι τον ερχομό εκείνου, ο οποίος θα γίνει για ακόμη μια φορά βροχή, και ξανά τη θέση του θα πάρει άλλο ένα διαμαντένιο δάκρυ, μεγαλύτερης αξίας απ’ το προηγούμενο, μα αυτή τη φορά το μπλουζ θα γίνει ελεγεία και η ανθρώπινη ύπαρξη το θρόισμα ενός ανέμου που γλύφει αρχαία χαλάσματα, ενώ για λίγο θα πάρει τη μορφή ενός κεφαλιού που γύρισε, του χαμόγελου που σβήστηκε…

...Κι αν λείπει το άλλο σου μισό, μισός μένεις κι εσύ...

5 σχόλια:

kiara είπε...

Αυτά είναι, χρησιμοποιούμε την υπερβολή για να γίνουμε μοναδικοί και όχι τετριμμένοι. Ωραία πλοκή και ειδικά η τελευταία παράγραφος πολύ ποιητική. Βελτιώνεσαι μικρέ! Έτσι νομίζω! Έχεις ακόμη βέβαια! Χεχε!:)

Morpheus είπε...

Πολύ όμορφο .., Πραγματικά μου άρεσε ..

Λογω-τέχνης είπε...

Kiara & Morpheus: να 'στε καλά! Πραγματικά χαίρομαι που σας άρεσε!

Anyparktos είπε...

poly wraia logotexnika keimena..eisai tromeros,exeis talento..

Λογω-τέχνης είπε...

Anyparkte: να ' σαι καλά! Πραγματικά σε ευχαριστώ για τα ωραία σου λόγια... :$

ΥΓ: Παρακαλώ όχι greeklish... ;)