Φεβρουαρίου 02, 2013

Στην Καισαριανή

Ο ήλιος μισόσβηστος ανέτειλε σε έναν κατάμουντο ουρανό· ένα πολύ βαρύ πρωινό ξημέρωνε στην Καισαριανή. Έμοιαζε λες και ένα πάπλωμα είχε απλώσει και πλακώσει τις ψυχές των ανθρώπων της. Οποιοσδήποτε εκείνη τη μέρα εισέρεε σε αυτήν από τις γύρω περιοχές – από το Βύρωνα, το Παγκράτι ή τα Ιλίσια – και αντίκριζε τους κατοίκους το καταλάβαινε. Σκυφτοί και αμίλητοι πορεύονταν στους δρόμους.
Μέχρι και τα παιδιά, δεν είχαν όρεξη για παιγνιδίσματα, για φωνές και τσιρίδες· σκυθρωπά πορεύονταν με τις τσάντες στους ώμους στο σχολείο. Μέχρι και οι ερωτευμένοι, ούτε φιλί μα ούτε και χάδι δεν αντάλλαξαν εκείνο το πρωινό. Μέχρι και τα παλιά ζευγάρια, μόνο ένα βλέμμα έριξαν ο ένας στον άλλο, αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό για να επικοινωνήσουν. Μα και ο παπάς της Παναγίτσας, σηκώθηκε το πρωί, ύψωσε τα χέρια του να χαιρετήσει το Θεό κι αυτά μονομιάς ξεράθηκαν και πέσανε βαριά.
Αργότερα, βέβαια, όλοι τους θα καταλάβαιναν.