Φεβρουαρίου 02, 2013

Στην Καισαριανή

Ο ήλιος μισόσβηστος ανέτειλε σε έναν κατάμουντο ουρανό· ένα πολύ βαρύ πρωινό ξημέρωνε στην Καισαριανή. Έμοιαζε λες και ένα πάπλωμα είχε απλώσει και πλακώσει τις ψυχές των ανθρώπων της. Οποιοσδήποτε εκείνη τη μέρα εισέρεε σε αυτήν από τις γύρω περιοχές – από το Βύρωνα, το Παγκράτι ή τα Ιλίσια – και αντίκριζε τους κατοίκους το καταλάβαινε. Σκυφτοί και αμίλητοι πορεύονταν στους δρόμους.
Μέχρι και τα παιδιά, δεν είχαν όρεξη για παιγνιδίσματα, για φωνές και τσιρίδες· σκυθρωπά πορεύονταν με τις τσάντες στους ώμους στο σχολείο. Μέχρι και οι ερωτευμένοι, ούτε φιλί μα ούτε και χάδι δεν αντάλλαξαν εκείνο το πρωινό. Μέχρι και τα παλιά ζευγάρια, μόνο ένα βλέμμα έριξαν ο ένας στον άλλο, αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό για να επικοινωνήσουν. Μα και ο παπάς της Παναγίτσας, σηκώθηκε το πρωί, ύψωσε τα χέρια του να χαιρετήσει το Θεό κι αυτά μονομιάς ξεράθηκαν και πέσανε βαριά.
Αργότερα, βέβαια, όλοι τους θα καταλάβαιναν.

Στο λύκειο της περιοχής, χωρίς κέφια και αστεϊσμούς, οι έφηβοι μαζεύονταν για προσευχή. Όλοι μαζί, σιμά μα και συνάμα μακριά, βουβοί και σοβαροί στέκονταν και κουνούσαν μηχανικά τα χέρια τους σαν ξύλα. Από τα χαλασμένα μεγάφωνα δεν ακουγόταν τίποτα, μήτε ψίθυρος και κάτι ήχοι σαν τουφεκιές δεν ήταν σίγουρο αν προέρχονταν από αυτά ή αν ήταν αποκυήματα φαντασίας.
Ο λυκειάρχης δεν ανήγγειλε τίποτα στους μαθητές μήτε μονολόγησε μοναχός του, έπιασε το μικρόφωνο και το έβγαλε από τη βάση του, άρχισε να τυλίγει το καλώδιο, βαρέθηκε στη μέση αυτής της διαδικασίας, μισοτυλιγμένο το πήρε και κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Το σώμα των μαθητών διασπάστηκε και τα κομμάτια που προέκυψαν κατευθύνθηκαν στις αίθουσες. Οι απουσιολόγοι αδιαφόρησαν για τα απουσιολόγια και ακολούθησαν τους υπόλοιπους, σιωπηροί και σκοτεινοί, στις αίθουσες.
Το μάθημα άρχιζε.

Στην Παναγίτσα ο παπάς ξεκινούσε την πρωινή λειτουργία. Αυστηρά τα βλέμματα των Αγίων, κι είχαν στραφεί πάνω του και τον παρακολουθούσαν. Ακόμα πιο αυστηρά τον κοίταζε ο Παντοκράτορας κάθε φορά που έβγαινε στο Ιερό Βήμα να ευλογήσει το εκκλησίασμα. Έτρεμαν τα χέρια του και εις μάτην καλούσε τους αγγέλους που παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία να του τα κρατήσουν.
Ήρθε και η ώρα του Ευαγγελικού αναγνώσματος. Σηκώθηκαν οι πιστοί, βγήκε ο παπάς στο Ιερό Βήμα και άνοιξε το Ευαγγέλιο στη σελίδα του αποσπάσματος εκείνης της μέρας. Την ώρα, όμως, που άνοιξε το στόμα του να αναγνώσει, μια γεμάτη απόγνωση γυναικεία φωνή έσκισε το καταπέτασμα του ναού στα δύο. «Το παιδί μου, πού είναι το παιδί μου». Ο παπάς γύρισε τρομοκρατημένος και κοίταξε δεξιά του, στην Ωραία Πύλη, την εικόνα της Παναγιάς. Αυτή αμίλητη, αυστηρή, κράταγε στέρεα και σίγουρα το θείο βρέφος στην αγκαλιά της.
Το γερασμένο εκκλησίασμα περίμενε καρτερικά τον παπά να ξεκινήσει την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Οι πιστοί κινιόντουσαν αενάως γύρω από το κέντρο βάρους τους για να μη μουδιάσουν τα πόδια τους από την ορθοστασία. Αυτός, όμως, αδυνατούσε να μιλήσει, λες και κάποιος του είχε σφραγίσει το στόμα. Άρχισε τελικά κλαίγοντας άηχα να ανοιγοκλείνει το στόμα του, διαβάζοντας από μέσα του. Μονάχα στο τέλος κατάφερε να ψελλίσει κάποιους ψιθύρους, να σταυρώσει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, να ευλογήσει και να μπει στο Ιερό.
Η λειτουργία συνεχιζόταν.

Οι συνταξιούχοι είχαν σχηματίσει ουρά στο ταμείο της τράπεζας για την είσπραξη της σύνταξής τους. Αυτή τη φορά, όμως, εκκωφαντική σιγή απλωνόταν στην ουρά. Χωρίς παράπονα, φωνές, συζητήσεις, οι συνταξιούχοι σιωπηροί ανέμεναν τη σειρά τους. Σκεπτικοί οι παππούδες, έστριβαν τα μουστάκια τους, μουγκές και στοχαστικές οι γιαγιάδες έξυναν τις απαλάμες τους.
Το μόνο που κάποια στιγμή ακούστηκε, ήταν ένας λόγος, «εγώ δεν κάνω δήλωση, δεν κάνω δήλωση». Ωστόσο, όλοι θεώρησαν ότι προήλθε από διπλανό ταμείο και δεν έδωσαν μεγάλη σημασία. Ήρεμα και ομαλά προχώρησε η εξυπηρέτηση της ουράς, μέχρι που αποπληρώθηκε και η τελευταία σύνταξη.
Οι συνταξιούχοι βαριοί και αμίλητοι συνέχιζαν με τις καθημερινές τους ασχολίες.

Στο σχολείο το μάθημα άρχιζε. Ο καθηγητής χημείας, χωρίς να μιλάει, άρχισε να ζωγραφίζει τροχιακά μορίων στον πίνακα. Οι μαθητές ανοίξανε τα τετράδια, προσπάθησαν να σηκώσουν τα μολύβια τους να σημειώσουν, δεν άντεξαν, άφησαν τα μολύβια να πέσουν και στήριξαν με τις γροθιές τα μάγουλά τους. Έγραφε ο καθηγητής, τσίριζε η κιμωλία στον πίνακα, μα κανένας δεν αντιδρούσε.
Στο τέλος ο καθηγητής έσβησε ό,τι είχε σχεδιάσει, έγραψε μια άσκηση στον πίνακα και έγνεψε σε μια μαθήτρια να σηκωθεί να τη λύσει. Αυτή έφτασε μέχρι τον πίνακα, πήρε μια κόκκινη κιμωλία, την έσφιξε δυνατά κλείνοντάς την στη γροθιά της και η κιμωλία έγινε κομμάτια. Η μαθήτρια άφησε τα θραύσματα να πέσουν στο πάτωμα και γυρνώντας το κεφάλι της στον πίνακα κόλλησε τα μάτια της στην εκφώνηση. Οι υπόλοιποι μαθητές, επίσης, κόλλησαν τα βλέμματά τους στις άγραφες σελίδες των τετραδίων τους. Ο καθηγητής αμήχανος, σκυθρωπός, σαν απολιθωμένος παρατηρούσε, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.
Η εικόνα αυτή παρέμεινε μέχρι που χτύπησε το κουδούνι. Έτριξαν συγχρονισμένα οι καρέκλες, σηκώθηκαν οι μαθητές και αμίλητοι κινήθηκαν προς το προαύλιο. Τότε ήταν που ακούστηκε σαν από είκοσι στόματα μαζί, «ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η λευτεριά»· όλοι, όμως, θεώρησαν ότι κάποιοι μαθητές το φώναξαν για πλάκα στο προαύλιο.
Το διάλλειμα αναμενόταν μακρύ.

Στην Παναγίτσα, τα τρεμάμενα χέρια του παπά κοινώνησαν και τον τελευταίο πιστό και οι πανηγυρικές ψαλμωδίες, που ακολούθησαν τη Θεία Κοινωνία, ακούστηκαν νεκρικές και θλιμμένες. Έκανε την απόλυση ο παπάς και το γερασμένο εκκλησίασμα έφυγε μασουλώντας αντίδωρο και σταυροκοπούμενο. Πήραν ευλογία οι ψάλτες και έφυγαν κι αυτοί. Έσβησε και πέταξε τα καιόμενα κεριά η νεωκόρος, τακτοποίησε το πανέρι με τα αντίδωρα, πήρε ευλογία και επίσης έφυγε. Κι οι άγγελοι, αφού παρακολούθησαν και τη σημερινή θησεία του Υιού, άνοιξαν τα φτερά τους και πετώντας απομακρύνθηκαν από το Ιερό.
Ο παπάς έμεινε μόνος στο ναό. Φοβισμένος έβγαλε το καλυμμαύκι του τοποθετώντας το κάτω από τη μασχάλη του και στάθηκε απέναντι στην ασημένια εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας στην είσοδο του ναού. Περίμενε καρτερικά να του δώσει ένα σημείο. Την κοίταζε κι όλο δυνάμωνε την προσευχή του και το κλάμα του, μα η Παναγία παρέμενε ασάλευτη, αυστηρή κι ασυγκίνητη. Ούτε μιλιά δε βγήκε από το στόμα της, ούτε δάκρυ δεν κύλισε από το μάγουλό της.
Ακόμα πιο φοβισμένος ο παπάς γύρισε να φύγει από το ναό, σφιχτοκρατώντας το αγιορείτικο κομποσκοίνι του. Ανοίγοντας, όμως, την πόρτα του ναού ένας σμυρναίικος σκοπός αντήχησε για λίγα δευτερόλεπτα στα αυτιά του· ένας δακρύβρεχτος αμανές, κι ο ήχος ενός βιολιού που στέναζε και διαμαρτυρόταν. Βγήκε από το ναό, τέντωσε τα αυτιά του να ακούσει, μα τίποτα δεν ακουγόταν. Κλείδωσε βιαστικά και πανικόβλητα την πόρτα του ναού κι έφυγε.
Η λειτουργία είχε τελειώσει.

Ένα ζευγάρι συνταξιούχων έχοντας παραλάβει τη σύνταξή του πήγαινε για ψώνια στον μπακάλη. Σφιχτά κρατιόνταν ο παππούς και η γιαγιά, να αισθάνονται ο ένας την παρουσία του άλλου κι ας υπήρχε ο κίνδυνος σκοντάφτοντας ο ένας να πέσουν και οι δύο μαζί. Αργά βάδιζαν, κουτσαίνοντας, κάθε τόσο ο παππούς έπιανε με το δεξί του χέρι την τραγιάσκα του και τη στερέωνε στο κεφάλι του. Κι όπως, περπάταγαν αισθάνονταν το μουντό ουρανό να τους καταπλακώνει βήμα το βήμα και περισσότερο.
Όταν έφτασαν στον μπακάλη, ο παππούς βούτηξε το χέρι του στην τσέπη του μπουφάν του για να βγάλει το σημείωμα με τα ψώνια. Βρήκε το χαρτί, τοποθέτησε τα πρεσβυωπικά γυαλιά στη μύτη του και έφερε το χαρτί μπροστά στα μάτια του να διαβάσει. Αντί, όμως, για τα ψώνια στο σημείωμα αναγραφόταν με βιαστικά γράμματα μια διεύθυνση, κι από κάτω ένα παρακάλι, «μην κλάψεις για μένα πατερούλη». Ο παππούς αναστέναξε, γύρισε κι έγνεψε στη γιαγιά ότι φεύγουν, αυτή δεν έφερε αντίρρηση μήτε ζήτησε να μάθει το λόγο.
Το ζευγάρι συνταξιούχων άρχισε να κατευθύνεται προς την πλατεία της Καισαριανής.

Η πλατεία Καισαριανής από το πρωί εκείνης της μέρας ήταν άδεια κι έρημη. Έμοιαζε σα μια αόρατη περίφραξη να την είχε περιβάλει και εμπόδιζε κάθε τι ζωντανό να την πλησιάσει. Οι περαστικοί έκαναν κύκλους γύρω της αντί να τη διασχίζουν. Τα περιστέρια είχαν μετακομίσει στη διπλανή στάση του λεωφορείου και δεν το αποφάσιζαν να περπατήσουν ή να φτερουγίσουν προς αυτήν. Ακόμα και τα αδέσποτα - κινούμενη άμμος φάνταζε σε αυτά η πλατεία, έτοιμη να τα ρουφήξει μέσα της - απόφευγαν επιμελώς να πατήσουν τα πλακάκια της.
Άξαφνα, ωστόσο, στην πλατεία άρχισε να συρρέει κόσμος. Πρώτος έφτασε ο παπάς, κρατώντας στο ένα χέρι το καλυμμαύκι, ενώ στο άλλο είχε το κομποσκοίνι του και πέρναγε αενάως τον αντίχειρά του πάνω από κάθε κόμπο. Μετά ήρθαν τα σχολεία, μαθητές και καθηγητές μαζί, και σταδιακά άδειαζαν οι πολυκατοικίες, άδειαζαν τα μαγαζιά, άδειαζε κάθε χώρος της Καισαριανής και όλοι οι κάτοικοι κατευθύνονταν στην πλατεία. Τελευταίοι, αργοπερπατώντας κατέφτασαν οι συνταξιούχοι.
Και μόλις, η πλατεία γέμισε και γέμισαν και οι γύρω δρόμοι, οι κάτοικοι πιάστηκαν χέρι με χέρι, αγκαλιάστηκαν, μύρισε ο ένας τη μυρωδιά του άλλου, ενώσανε τα χνώτα τους προς τον ουρανό και τότε το διαπιστώσανε καθαρά. Είδαν τις μορφές των πρώτων προσφύγων που κατέφταναν, ακούσανε τις σπαραχτικές φωνές των γονιών, είδαν τους αντάρτες, τους παλιούς κομμουνιστές, τους διακόσιους εκτελεσθέντες στην κατοχή, ακούσανε τις ντουφεκιές, είδαν τη ροή του αίματος, τα φορτηγά που τους μετέφεραν, είδαν τους εξόριστους αριστερούς Καισαριανιώτες. Όλοι τους αιωρούνταν βαριοί, αυστηροί, σπαραχτικοί από πάνω τους· η ιστορία της Καισαριανής κρεμόταν πάνω από την πλατεία και ζητούσε το λόγο, το λόγο της σημερινής παράνοιας.
Ύψωσε ο παπάς τα χέρια του ψηλά, άγγιξε τις αέρινες φιγούρες, κι αυτή του η κίνηση λειτούργησε σα σύνθημα. Όλη η Καισαριανή ξέσπασε σε λυγμούς, σε κλάματα με αναφιλητά. Έκλαψε ο παπάς, έκλαψαν τα παιδιά και οι καθηγητές, έκλαψαν οι συνταξιούχοι. Μετέφρασε ο Ναπολέων Σουκατζίδης το νεύμα στον ουρανό και άρχισαν και οι πεθαμένες ψυχές να μετέχουν στο σπαραγμό. Διαμαντένιες, αλμυρές, αιμάτινες στάλες δακρύων κύλησαν από τα μάτια τους, έκλαψαν από καρδιάς και το κλάμα τους γίνηκε καταρρακτώδης βροχή. Ξεβγάλθηκαν τα χώματα, ξεβγάλθηκαν και τα σώματα των κατοίκων, ρυάκια νερού και δακρύων σχηματίστηκαν στα πρόσωπά τους. Κατέβασε τα χέρια ο παπάς, πέταξε στο πλήθος το καλυμμαύκι του, έβαλε στην τσέπη του ράσου του το αγιορείτικο κομποσκοίνι και έδειξε το δρόμο.
Όλη η Καισαριανή, κάτοικοι και ψυχές μαζί, γίνηκαν πορεία. Ανέβηκαν και κατέβηκαν την Εθνικής Αντιστάσεως, πορεύτηκαν στα στενά και αντίκρισαν τα προσφυγικά που ακόμα δε γίνηκαν πολυκατοικίες. Μπήκαν μέσα κι άρχισαν να τακτοποιούν, να σκουπίζουν, να σφουγγαρίζουν, να ρίχνουν φρέσκο ασβέστη στους τοίχους, να τους δίνουν ζωή. Μύρισε ασβέστη η Καισαριανή, μύρισε καθαριότητα κι απολύμανση. Μύρισε Σμύρνη κι Ανατολή.
Κι η παράξενη αυτή πορεία, ύστερα συνέχισε. Όλοι, μαζί, χέρι με χέρι, αγκαλιά με τις μαλακωμένες ψυχές, ξεκίνησαν να βαδίζουν προς το Σκοπευτήριο, το Θυσιαστήριο της Λευτεριάς. Πλημμύρισε κόσμο ο χώρος της εκτέλεσης, και μαζί, συγχρονισμένα οι κάτοικοι ύψωσαν τις γροθιές τους κι έψαλλαν ένα παλιό αντάρτικο τραγούδι. Μια κραυγή έγινε όλη η Καισαριανή, ένας σεισμός πολλών ρίχτερ, κι άνοιξαν τα βρεγμένα χώματα και ξέβρασε η γη πηχτό το αίμα των εκτελεσθέντων. Φλόγες έβγαζαν τα μάτια των κατοίκων, πυρκαγιές γίνονταν τα βλέμματα και διαρκώς φούντωναν, οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά και τροφοδοτούσαν τις πυρκαγιές καύσιμη ύλη.
Και το τραγούδι που ολοένα και δυνάμωνε απάλυνε τον πόνο. Οι ψυχές γλυκάθηκαν, μαλακές πολύ κι αλαφρές γίνηκαν. Κι έτσι, ο καπνός των φλογιζόντων βλεμμάτων των ζώντων, ζεστός κι αλαφρός, άρχισε να τις παρασέρνει και να τις εξυψώνει. Κι οι αγκαλιασμένοι κάτοικοι κοίταζαν τον ουρανό με τα κατακόκκινά τους μάτια και χαιρετούσαν· χαιρετούσαν λυτρωμένοι τους λυτρωμένους κι ανέμεναν το αυριανό κατακόκκινο πρωινό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: