Μαρτίου 07, 2013

Το σημείο σου

Με τα πολλά έχει πλέον νυχτώσει. Αυτός, καθιστός στο δωμάτιό του, καρτερικά αναμένει τις στερνές τούτες ώρες της σιωπής του το σημείο που του έχεις υποσχεθεί, το γνέμα σου. Περιμένει ώρες πολλές, μέρες ολόκληρες, μα καθώς περνούν τα τελευταία αυτά λεπτά πρώτη φορά του περνάει από το μυαλό η σκέψη πως μπορεί και να ψεύσθηκες, ότι μπορεί και το σημείο σου να μην υπάρξει. Ριγεί σύγκορμος. Δακρύζει, τρέχει στην τουαλέτα και ξερνάει εμέτους κι αίματα στον καμπινέ.
Επιστρέφει στο δωμάτιο παίρνοντας βαθιές ανάσες. Οι πνεύμονες του φουσκώνουνε ρουφώντας αχόρταγα αέρα, το στήθος του μεγαλώνει σε όγκο· ολόκληρος πρήζεται και αυξάνει. Κι έτσι όπως το σώμα του διαστέλλεται διαρκώς, οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου του φαντάζουν επικίνδυνα μικροί. Αρπάζει τον αναπτήρα και το πακέτο με τα τσιγάρα και βγαίνει στο μπαλκόνι.

Φεβρουαρίου 02, 2013

Στην Καισαριανή

Ο ήλιος μισόσβηστος ανέτειλε σε έναν κατάμουντο ουρανό· ένα πολύ βαρύ πρωινό ξημέρωνε στην Καισαριανή. Έμοιαζε λες και ένα πάπλωμα είχε απλώσει και πλακώσει τις ψυχές των ανθρώπων της. Οποιοσδήποτε εκείνη τη μέρα εισέρεε σε αυτήν από τις γύρω περιοχές – από το Βύρωνα, το Παγκράτι ή τα Ιλίσια – και αντίκριζε τους κατοίκους το καταλάβαινε. Σκυφτοί και αμίλητοι πορεύονταν στους δρόμους.
Μέχρι και τα παιδιά, δεν είχαν όρεξη για παιγνιδίσματα, για φωνές και τσιρίδες· σκυθρωπά πορεύονταν με τις τσάντες στους ώμους στο σχολείο. Μέχρι και οι ερωτευμένοι, ούτε φιλί μα ούτε και χάδι δεν αντάλλαξαν εκείνο το πρωινό. Μέχρι και τα παλιά ζευγάρια, μόνο ένα βλέμμα έριξαν ο ένας στον άλλο, αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό για να επικοινωνήσουν. Μα και ο παπάς της Παναγίτσας, σηκώθηκε το πρωί, ύψωσε τα χέρια του να χαιρετήσει το Θεό κι αυτά μονομιάς ξεράθηκαν και πέσανε βαριά.
Αργότερα, βέβαια, όλοι τους θα καταλάβαιναν.

Ιανουαρίου 15, 2013

Σκοτώνοντάς σε

Γνωρίζοντάς σε, φυλακίζοντας την εικόνα σου στο χρόνο, βρέθηκα να κρατάω ένα σπόρο. Έτσι, ένιωσα τη μεγάλη ευθύνη. Να γίνω φιλόξενη γη, χώμα έφορο, έδαφος πλούσιο· να γίνω μήτρα κατάλληλη για να υποδεχτώ το σπόρο σου. Κι ευθύς, ο νους μου και η καρδιά μου άρχισαν τη σκληρή δουλειά.
            Χαραγμένη είναι η μορφή σου στον καμβά μου και η φαντασία μου παλέτα. Παίρνω πινέλα, τα βουτάω στα χρώματα και ξεκινάω. Με σχεδόν χορευτικές κινήσεις σε κόβω και σε ράβω. Κι ύστερα, σταματώ για λίγο και σε κοιτώ. Καλή μου φαίνεσαι, αλλά μπορώ και καλύτερη ακόμα να σε πλάσω. Παίρνω τα ψιλά πινέλα και αλλάζω το περιεχόμενο των ματιών σου, αλλάζω κι εμένα που καθρεφτίζομαι στις κόρες τους. Παίρνω και τη σβήστρα, χωρίς φόβο σβήνω ό,τι δε μου αρέσει και αφοσιώνομαι στη σκληρή δουλειά της ανασύνθεσης.

Δεκεμβρίου 31, 2012

Βράδυ γιορτών

Βράδυ γιορτών και μια δυνατή επιθυμία, απροσδιόριστη, με έχει τραβήξει από το μανίκι και με έχει σύρει στους δρόμους που ο άνθρωπος έδωσε τις τελευταίες μάχες του. Επιστρέφω, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος, και κοιτάω τα σημεία που διεξήχθησαν τα τελευταία επεισόδια της ταξικής πάλης στην Αθήνα. Επιστρέφω αυτή τη φορά ως δευτεραγωνιστής των χώρων αυτών, όντας στο περιθώριο, απλός ένοικος και όχι ιδιοκτήτης, ως κατακτημένος και όχι ως κατακτητής, παρακολουθώντας τα αυτοκίνητα να κορνάρουν περιφρονητικά στους ηττημένους περιπατητές.

Η Σταδίου δεν είναι πια δική μας, θα προσπαθήσουμε, βέβαια, να την ξανακατακτήσουμε παρά το γεγονός ότι είμαστε λαβωμένοι, παρά το γεγονός ότι εν μέρει ηττηθήκαμε, παρά το γεγονός ότι κάποιοι θα λιποψυχήσουν. Θα πορευτούμε όσοι απομείναμε, θα επιμείνουμε όσοι απομείναμε να πορευόμαστε, να περπατάμε φωνάζοντας πανηγυρικά σχεδόν, να πορευόμαστε με περισσή περιφρόνηση, ίσως και λόγω άγνοιας, προς τον επερχόμενο θάνατό μας. Είναι ωστόσο, το χρέος μας προς τον άνθρωπο, προς τον υπερανθρώπινο βωμό της εξέλιξης – της διαρκούς ανανέωσης –, να πεθάνουμε, να θυσιαστούμε, να αυτοσυντριβούμε δημιουργώντας χώρο για να γεννηθεί το νέο. Και αυτό το χρέος είναι γραφτό μας να το υπηρετήσουμε συνειδητά ή ασυνείδητα.

Αυγούστου 25, 2012

Ανανέωση σήμερον, ως αύριον και ως χθες

Οι μέρες μας περνούν μέσα από μια διαρκή περιπλάνηση ανάμεσα σε σπαρμένα ερωτηματικά. Αλλάζοντας με εξαιρετική αβεβαιότητα κάποια ερωτήματα και κάνοντάς τα καταφάσεις, χαράζουμε τις μικρές βεβαιότητες, ανίκανοι να κάνουμε αλλιώς αλλά και όντας βέβαιοι για την αναγκαιότητα αυτές στα επόμενα δευτερόλεπτα να αναιρεθούν.
Μόνη μας βεβαιότητα ωστόσο πάντα είναι οι λέξεις. Τα πάντα αποδείχτηκαν ότι είναι οι λέξεις, το βασίλειο που χτίσαμε, στέρεη γη οι λέξεις, στέρεη γη αποδείχτηκαν τα σύννεφα, ανασκαλίζοντας ιδρώσαμε και βρήκαμε χώρο να εναποθέσουμε ό,τι βαρύτερο κουβαλήσαμε, το ανεπαίσθητο βλέμμα που μας κάρφωσε, συναισθήματα που αισθανθήκαμε να μας τυλίγουν ασφυκτικά, αμφιβολίες που γέννησαν οι κινήσεις των σωμάτων.