Ιουλίου 11, 2009

Ο Λιλής

Πριν μερικές μέρες βρέθηκα στη Σύρο και τυχαία γνώρισα μια λεύτερη φωνή, μια καθαρή ψυχή, έναν όμορφο παππού, τον παππού όλων μας, το Λιλή. «Βάλτε δυο οχτάρια στη σειρά», απάντησε καμαρωτά σε αυτούς που τον ρώτησαν ποια ήταν η ηλικία του. Η ταβέρνα που φέρει το όνομά του και που πλέον διευθύνει ο εγγονός του -εκεί όπου συναντηθήκαμε-, βρίσκεται ακριβώς πάνω από το παλιό κουτούκι του, την «κατώγα» όπως την αποκαλεί, το μέρος όπου για δυόμιση μήνες έπαιζε ο Μάρκος… Μόλις το δημοτικό έχει τελειώσει ο Λιλής αυτό όμως δεν τον ασχημίζει καθόλου. Όμορφος άνθρωπος, όμορφα γερασμένος, με όμορφο σπινθηροβόλο βλέμμα. Έχοντας όρεξη για κουβέντα θα αρχίσει να διηγείται την ιστορία του, αυτά που έζησε και έμαθε χαράζοντας με τα πέλματά του για ογδόντα οχτώ χρόνια τη μάνα γη.

Την «κατώγα» την ανοίγει το χειμώνα με ελεύθερη είσοδο για να τη βλέπουν οι περαστικοί. Ξεκινώντας να μιλά για το Μάρκο θα μας πει: «Φτιάξανε μουσείο για το Μάρκο και έχει καρέκλες πολυτελείας και μωσαϊκά στο πάτωμα… Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος… Ό,τι λεφτά πέρναγαν από τα χέρια του τα σκόρπαγε, τα έπινε, τα κάπνιζε, φτωχός ήταν. Το πραγματικό του μουσείο είναι από κάτω, η κατώγα μου. Είναι ιστορικό μέρος αυτό». Τελειώνοντας αυτά του τα λόγια σηκώνεται από το τραπέζι και σε λίγο έρχεται με ένα βιβλίο στο χέρι, το δεύτερο βιβλίο που έχει γράψει με τα λιγοστά γράμματα που ξέρει. «Το ’55 συνεργάστηκα με το Μάρκο», τονίζει κορδωμένος και αρχίζει να διηγείται το πώς έγινε η συνεργασία. «Πήγα στο κέντρο της Σύρου που έπαιζε, τον βρήκα και του πρότεινα να παίξει στην κατώγα. Τότε μου είπε ότι θα το σκεφτόταν. Μερικούς μήνες αργότερα ξαναπήγα στο μαγαζί και μόνος του ήρθε στο τραπέζι που καθόμουν και μου μίλησε. “Τώρα μπορώ”, μου είπε. Όταν ήρθε στην κατώγα του ομολόγησα ότι δεν υπήρχε πίστα. “Και ποιος σου είπε ότι θέλω πίστα για να παίξω”, μου απάντησε και τοποθετώντας τέσσερις καρέκλες, όσα και τα άτομα που παίζαν, έπιασε μια γωνιά στο μαγαζί». Οι θύμησες κατάκλυζαν το κορμί του και διαρκώς παλιές ιστορίες ζωγραφίζονταν στις κόρες των ματιών του. «Τότε που στην κατώγα έπαιζε ο Μάρκος κάποιος πούλησε το γάιδαρο του για να έρθει. Στη γυναίκα του, όταν τον ρώτησε, είπε πως ο γάιδαρος ψόφησε. Το θέμα όμως είναι ότι στην κατώγα ήρθε για να χαζέψει τη νεαρή κοπέλα που έπαιζε μαζί με το Μάρκο, κάποια ονόματι Μαρία Κοκκίνου, και όχι για να ακούσει τον ίδιο το Μάρκο. Στο βιβλίο μου γράφω ότι ήρθε για το Μάρκο για να μην τον υποτιμήσω…» και με την τελευταία αυτή φράση με έκανε να λατρέψω τη λαθεμένη χρήση της γλώσσας.

Σταματώντας να μιλάει για το Μάρκο θα μας πει: «Σε όλη μου τη ζωή δούλευα. Ποτέ δεν έπαψα να δουλεύω, αλλά μ’ άρεσε αυτό που έκανα. Η γυναίκα μου δούλευε ως λαντζέρισσα στο μαγαζί. Είχε πάντα καθαρά τα χέρια της». Από το μυαλό μου πέρασαν ευθύς τα λόγια του Ζορμπά ότι άλλοι άνθρωποι μετατρέπουν το φαΐ που τρώνε σε κόπρανα, άλλοι σε εργασία και άλλοι σε πνεύμα. Σκέφτηκα να του μεταφέρω αυτές τις κουβέντες της πιο λεύτερης φωνής που γνώρισε ποτέ ο Καζαντζάκης και να του πω πως δεν είναι διόλου ασήμαντο να ανήκεις στη δεύτερη κατηγορία των ανθρώπων, μα ντράπηκα, φοβήθηκα ότι δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

Άρχισα να τον ρωτάω για τα κόμματα, αν ψήφισε, αν βλέπει ότι μπορεί να αλλάξει κάτι. Βλέπεις σπάνια ακούς τέτοιες κουβέντες και χαιρόμουν τη συζήτηση μαζί του· σα να είχα βρει μια πηγή μέρες περιπλανούμενος σε έρημο και έσκυβα από πάνω της ρουφώντας το νερό αχόρταγα να ξεδιψάσω. «Εγώ Νέα Δημοκρατία ψήφιζα από μικρός», μου αποκρίθηκε σουφρώνοντας τα φρύδια. Ευθύς του ανακοίνωσα πως είμαι αριστερός περιμένοντας με περιέργεια την αντίδρασή του… «Εσύ ίσως είσαι και καλύτερος ακόμη», μου εξομολογήθηκε με ύφος απολογητικό και στη συνέχεια διερωτήθηκε: «Η αριστερά δεν μπορεί να ενωθεί και να κατέβουν όλοι τους μαζεμένοι;» Δεν μπόρεσα να του απαντήσω. Τι να απαντήσει κανείς σε αυτό το λαϊκό νου, πώς άλλωστε να αντιτάξεις τα γράμματα στην εμπειρία; «Δεν πιστεύω πάντως ότι κάτι θα αλλάξει όποιος κι αν είναι στην εξουσία, τόσα χρόνια αυτό συμπέρανα. Σάμπως ο Γιώργος θα κάνει κάτι διαφορετικό; Τον ακούω να λέει ότι θα κάνει, να λέει ότι θα δείξει… Τα ίδια με τους τωρινούς θα κάνει. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι “παλιοί”, ήταν έντιμοι. Οι νέοι είναι κλέφτες και ψεύτες», θα πει και θα καταλήξει: «να ψηφίσω μικρό κόμμα; Χαμένη ψήφος… Όλοι μαζί οι υπόλοιποι αν μαζευτούν δεν κάνουν κυβέρνηση. Δυστυχώς στην Ελλάδα θα εναλλάσσονται πάντα τα δυο κόμματα. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, γι’ αυτό και ποτέ δε θα καλυτερέψει η κατάσταση».

Ξαφνικά αισθάνομαι ότι απέναντί μου, στο λαϊκό αυτό σχεδόν αγράμματο κεφάλι, ενσαρκώνεται, αμόλυντη και απέριττη, η κοινή γνώμη γι’ αυτό και αυξάνεται η θέλησή μου να μη χάσω λέξη από το στόμα του ανθρώπου αυτού.

Του ζητάω λοιπόν να μου πει την άποψή του για τη νεολαία, αν αυτή θα καταφέρει να αλλάξει κάτι. «Η σημερινή νεολαία δε σέβεται και όταν λείπει ο σεβασμός δε γίνεται τίποτα». Και ολοκληρώνοντας τη φράση κάνει μια παύση και ρουφάει λίγο κρασί από το ποτήρι του σκεφτικός. «Ξέρεις τι θα πει μαλάκας; Ντρέπομαι και που αναφέρω τη λέξη… Παλιότερα “βρε” να έλεγες σε κάποιον σε μια παρέα μπορεί να έφευγες μαχαιρωμένος· μαλάκα δεν τόλμαγες να αποκαλέσεις κανένα. Σήμερα; Μόνο αυτή η λέξη υπάρχει, λες και οι άλλοι δεν έχουν ονόματα». Ξαναπίνει λίγο κρασί και το βλέμμα του χάνεται στη θάλασσα. Τα μάτια του εκείνη τη στιγμή αρχίζουν να φέγγουν και ταυτόχρονα να ρουφάν αχόρταγα το φως του απογέματος -ο γιατρός του είχε πει πως, λόγω καταρράκτη, θα μπορεί να βλέπει για τρεις ακόμα μήνες και αυτός απολάμβανε με τρόπο μοναδικό κάθε αχτίδα του ήλιου που έφτανε στα μάτια του. «Η σημερινή νεολαία δε σέβεται», θα επαναλάβει σε λίγο…

Έπειτα θα μας μιλήσει για τους έρωτές του. Τη γυναίκα του, την οποία έχει ακόμα στο πλευρό του, την «έκλεψε» και την παντρεύτηκε ενώ αγαπούσε άλλη και μάλιστα για δυο χρόνια. Όταν «κλέφτηκαν» αυτός ήταν είκοσι τριών χρονών και η γυναίκα του δεκαεφτά. Μας βάζει να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του. Μαθαίνουμε πως όλα έγιναν κατά πως τα είχε προβλέψει μια μικρασιάτισσα που χρόνια έριχνε τα χαρτιά. «Η άλλη που αγαπούσα παντρεύτηκε άλλον, ο άλλος πέθανε, αυτή ακόμα ζει. Μεγάλο μαράζι την έχει καταφάει, πάρα πολύ με αγάπησε… Κι εγώ τη σκέφτομαι». «Ώστε ξενοκοιτάζεις Λιλή», θα πει ένας από την παρέα. «Ουδείς αναμάρτητος», θα του απαντήσει αυτός αστραπιαία γελώντας με νόημα, θαρρείς και είχε έτοιμη την απάντηση…

Στο τέλος θα μας μιλήσει αποκλειστικά για το γάμο του, τη γκρίνια της γυναίκας του, τα νούμερα που του έκανε. «Τόσα χρόνια γάμου μια λέξη: κρεβατομουρμούρα», θα πει ο Λιλής. Εκείνη τη στιγμή γυρνάει ένας από την παρέα και μου ψιθυρίζει στο αφτί: «ογδόντα χρονών τον έβαζε η γυναίκα του να χορέψει τις πιτσιρίκες που έρχονταν στο μαγαζί και του το ζήταγαν επειδή τις λυπόταν και στη συνέχεια ζήλευε και του έκανε σκηνές…» Εντωμεταξύ ο Λιλής έχει αρχίσει να διηγείται: «Δυο ώρες να μην έχω κλείσει μάτι στο κρεβάτι και να μη λέω κουβέντα περιμένοντας να σωπάσει. “Με αγνοείς;” να μου λέει κάποια στιγμή. “Κυρά μου έχω δουλειά αύριο. Προκειμένου να κοιμηθώ δίκιο έχεις σε όλα όσα είπες”, να της λέω και να γυρίζω πλευρό ώστε επιτέλους να κοιμηθώ. Τότε αυτή να μου σκουντάει το χέρι: “Δεν τελείωσα. Έχω κι άλλα να σου πω” και παρακαλώντας την Παναγία να με συγχωρέσει… “Σκάσε γα… την Παναγία σου”, να της απαντώ. “Αααα, βλαστήμησες” να φωνάζει αυτή. “Α, ναι; Εγώ που είπα δυο κουβέντες βλαστήμησα, κι εσύ που μιλάς δυο ώρες δε βλαστήμησες;”»

Η παρέα ευχαριστημένη μαζευόμαστε να πάμε στην ευχή του Θεού κι εγώ αισθάνομαι ιδιαίτερα χαρούμενος διότι γνώρισα ένα γνήσιο άνθρωπο. Βλέπεις πέρασαν τα χρόνια, έζησε πράματα και έχει να τα διηγείται, έγραψε και δυο βιβλία, έφτιαξε το δικό του μουσείο για το Μάρκο γιατί το άλλο δεν του άρεσε. Ο καταρράκτης στα μάτια του έχει προχωρήσει, ο γιατρός του είπε ότι το πολύ τρεις μήνες ακόμα θα μπορεί να αντιλαμβάνεται την αντανάκλαση του φωτός και αυτός δηλώνει έτοιμος ακόμα και να πεθάνει διότι ο Θεός του τα πρόσφερε όλα απλόχερα. Κατάφερε κι έκανε το αναπόφευκτο του θανάτου βούλησή του και γι’ αυτό λυτρώθηκε. Όσο για το γάμο του; «Εξήντα οχτώ χρόνια γάμου, εβδομήντα χρόνια κρεβατομουρμούρα, τα δυο είναι υπερωρίες», θα καταλήξει και με τα λόγια αυτά θα μας αποχαιρετήσει, ο παππούς όλων μας, ο Λιλής.

11 σχόλια:

Unknown είπε...

καλως επεστρεψες φιλτατε λογοτεχνη..πως τα πηγες με τις πανελλαδικες;;περνα και απο το ιστολογιο μου...τα λεμε

Λογω-τέχνης είπε...

Mr Arvulas: Καλησπέρα! Πανελλαδικές πήγα ιδιαίτερα καλά. Έβγαλα 19.425 μόρια στο δεύτερο-τέταρτο πεδίο και 19.497 στο τρίτο, δηλαδή στο χημικό περνάω με σειρά. Δόξα τω Θεό όλα πήγαν κατ' ευχήν.

Απ' το blog σου περνάω αρκετά συχνά, όποτε έχω κάτι να σχολιάσω σε αυτά που γράφονται θα το κάνω.

Κατά τα άλλα σου εύχομαι καλά κουράγια για τη χρονιά που ακολουθεί, θα τα χρειαστείς... Αν έχεις αποφασίσει να διαβάσεις σοβαρά θα το διαπιστώσεις λίαν συντόμως ότι εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει η τρίτη λυκείου...

ΥΓ: 1) Σε συμβουλεύω τον Αύγουστο που ακολουθεί και που λογικά δε θα έχεις φροντιστήριο να τον αφιερώσεις στον εαυτό σου. Μια βδομάδα διάβασμα πριν αρχίσει ξανά το φροντιστήριο είναι υπεραρκετή. Πρόσεξέ το αυτό διότι την υπόλοιπη χρονιά δε θα έχεις την ευκαιρία να ξεκουραστείς (άντε να έχεις λίγες μέρες τα Χριστούγεννα).
2) Φροντιστήριο πας στο Βύρωνα; Αν ναι σε ποιο;

Unknown είπε...

οχι φιλε μου δε μενω στο βυρωνα,θα με μπερδεψες με τον ανυπαρκτο λογικα..χεχε.."ιδιαιτερα" καλα το λες εσυ,εγω το λεω ονειρο τα πηγες τελεια..συγχαρητηρια..ευχαριστω για τις συμβουλες και ναι τον αυγουστο ειναι ευκαιρια να ξεκουραστω..να σαι καλα φιλε..

Ανώνυμος είπε...

"εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει η τρίτη λυκείου..."
σοφή κουβέντα...

πολύ ωραίο κείμενο...βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, ή αποτελεί δημιούργημα της φαντασίας σου?

Λογω-τέχνης είπε...

Mr Arvulas: Όχι, δε σε μπέρδεψα με τον Anyparkto, απλά νόμιζα ότι μένετε και οι δυο στο Βύρωνα...
Τεσπα, να 'σαι και συ καλά.

Ανώνυμε: Επειδή κατάλαβα ποιος είσαι, "σοφή κουβέντα" αλλά εσύ δεν έχεις δικαίωμα ακόμα να τη λες -τα καλοκαιρινά είναι απλώς χαβαλές. Τέλειωσε τις πανελλαδικές και τότε πες το. ;)
Όσο για το δεύτερο που γράφεις, ασφαλώς και μόνο σε πραγματικά γεγονότα βασίζεται το κείμενο...

Ανώνυμος είπε...

δηλαδή δεν έχω ζήσει τίποτα ακόμα,ε??
ωχχχχχ.....τζάμπα δηλαδή μετράω τις ώρες που απομένουν για να τελειώσουν τα θερινά...;)

lagarto είπε...

πολύ ωραίο κείμενο λόγωτέχνης!
συγχαρητήρια και για τις πανελλήνιες!
σου εύχομαι να πάνε όλα έτσι όπως επιθυμείς!
καλή ξεκούραση και καλά να περνάς!

Λογω-τέχνης είπε...

lagarto: Να 'σαι καλά, χαίρομαι που σου άρεσε το κείμενο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο χέρι μου είναι να πάνε όλα όπως τα επιθυμώ και σε διαβεβαιώ πως στο πανεπιστήμιο δεν πέρασα για να κάνω τουρισμό. ;)
Ευχαριστώ και να περνάς και συ καλά!

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια και για το καλογραμμένο κείμενο και για τις πανελλήνιες αλλά κυρίως για την φοβερή ωριμότητα που βγάζεις και με κάνεις ώρες ώρες να αμφισβητώ την ηλικία σου, όπως με την φράση σου στο αμέσως προηγούμενο σχόλιο:

"Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο χέρι μου είναι να πάνε όλα όπως τα επιθυμώ και σε διαβεβαιώ πως στο πανεπιστήμιο δεν πέρασα για να κάνω τουρισμό"

Καλά θα πάνε όλα ;-)

Skamitis είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο. Μεγάλη προσωπικότητα ο Βαμβακάρης και ο γερο-Λιλής ισάξιά του. Ήσουν πολύ τυχερός που συνάντησες έναν τέτοιο άνθρωπο.

Άντε και καλή σύνέχεια με το πανεπιστήμιο !

Skamitis είπε...

Υ.Γ. Καλές γιορτές