Ιουλίου 11, 2009

Ο Λιλής

Πριν μερικές μέρες βρέθηκα στη Σύρο και τυχαία γνώρισα μια λεύτερη φωνή, μια καθαρή ψυχή, έναν όμορφο παππού, τον παππού όλων μας, το Λιλή. «Βάλτε δυο οχτάρια στη σειρά», απάντησε καμαρωτά σε αυτούς που τον ρώτησαν ποια ήταν η ηλικία του. Η ταβέρνα που φέρει το όνομά του και που πλέον διευθύνει ο εγγονός του -εκεί όπου συναντηθήκαμε-, βρίσκεται ακριβώς πάνω από το παλιό κουτούκι του, την «κατώγα» όπως την αποκαλεί, το μέρος όπου για δυόμιση μήνες έπαιζε ο Μάρκος… Μόλις το δημοτικό έχει τελειώσει ο Λιλής αυτό όμως δεν τον ασχημίζει καθόλου. Όμορφος άνθρωπος, όμορφα γερασμένος, με όμορφο σπινθηροβόλο βλέμμα. Έχοντας όρεξη για κουβέντα θα αρχίσει να διηγείται την ιστορία του, αυτά που έζησε και έμαθε χαράζοντας με τα πέλματά του για ογδόντα οχτώ χρόνια τη μάνα γη.

Απριλίου 04, 2009

04-04-09

Σήμερα έκλεισες τα δεκαοχτώ σου χρόνια κι έντονα αισθάνεσαι ένα σκυλί να βρίσκεται μέσα σου να αλυχτά και να ζητάει δικαιώματα. Σκυλί, άρα κατήφορος. Από μικρό παιδί φοβόσουν τα σκυλιά και όσο μεγάλωνες ο φόβος σου μεγάλωνε κι αυτός. Μωρέ άστο να αλυχτά το γαμημένο. Θα βαρεθεί και θα σκάσει. Κι αν δε σκάσει από μόνο του θα το φιμώσεις εσύ. Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος θα πει να αγωνίζεσαι με άγρια θηρία.
Ναι, άνθρωπος δεν πάει να πει απλώς μια κραυγή, το ξέρεις καλά. Άνθρωπος σημαίνει και το πνίξιμο μυριάδων άλλων. Το κεφάλι να βλέπει μπροστά προς τον ανήφορο και να προχωρά. Κι ό,τι το κάνει έστω και για ένα λεπτό να γυρίσει νοσταλγικά να κοιτάξει προς τα πίσω του στερεί την ανθρωπινή του οντότητα. Κι ό,τι κι αν υπάρχει στην κορυφή του ανήφορου -θεός, ιδέα ή κόμμα- δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να είναι ο δρόμος ανηφορικός και ο ιδρώτας να γεμίζει το μέτωπο. Κι εσύ αυτό που δεν έχεις ξεκαθαρίσει είναι αν ο δρόμος στον οποίο προχωράς είναι ανηφορικός, γι’ αυτό και κατατρώγεσαι.

Φεβρουαρίου 13, 2009

Άλογο περπάτημα

Την τελευταία φορά την είδα να περπατά μες στο σκοτάδι. Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το αντάρτικο, άναρχο περπάτημά της, καθώς και το λαμπύρισμα της καύτρας του τσιγάρου της που ανεβοκατέβαινε νευρικά στον αέρα και χωρίς συγκεκριμένο ρυθμό. Με πλησίασε και με χαιρέτησε με ένα ειρωνικό σχόλιο. Εγώ με τη σειρά μου ανταπέδωσα την ειρωνεία και αρχίσαμε να συζητάμε για τελευταία φορά στα λιγοστά διαθέσιμα δευτερόλεπτα…
Σε λιγότερο από μια ώρα από εκείνη τη στιγμή θα πέρναγε απ’ το νου μου το πρωινό που γνωριστήκαμε. Εγώ είχα εντελώς κλεισμένη τη φωνή μου -τo προηγούμενο βράδυ βρισκόμουν σε συναυλία στο θεατράκι των Βράχων-, κι αυτή είχε ένα πρωτόγνωρο για μένα βλέμμα -κατάφερε να με αναστατώσει και να με καθηλώσει από την πρώτη κιόλας στιγμή-, καθώς και μια αθωότητα παιδική η οποία συνόδευε όλες της τις κινήσεις… Το λοιπόν, με το ίδιο εκείνο βλέμμα με κοίταζε και αυτό το βραδάκι, κι εγώ που δεν είχα καταφέρει τόσο καιρό να το συνηθίσω απόμενα και πάλι αφοπλισμένος… Το ίδιο και με την αθωότητά της, απ’ την οποία πάντα ξαφνιαζόμουν, και που απόρρεε ακόμα και τότε, απ’ τα τελευταία της λόγια…

Δεκεμβρίου 27, 2008

Θυμάσαι…

Το τηλέφωνο χάλασε. Πνίγηκε στα δάκρυα, λούστηκε στον κρύο ιδρώτα. Οι αριθμοί σβήστηκαν από τα πλήκτρα.
Θυμάσαι; Είχαμε βάλει στοίχημα για το αν θα άντεχα. Ότι δε θα άντεχα είχες πει κι είδες το ανθρώπινο σώμα να υψώνεται και να εκτίθεται στη λύσσα του ανέμου, κοντεύοντας να κομματιαστεί… Μα αυτό τεντώθηκε ακόμη παραπάνω, όρθωσε σύσσωμο τον άνθρωπο που έκρυβε μέσα του και απελευθέρωσε την τρομακτική ανθρωπινή του δύναμή. Κι είδες ένα σωρό μαλακό πηλό να ψήνεται στον ήλιο και να σκληραίνει. Χαχα, θυμάσαι; Είχα αντέξει.

Νοεμβρίου 05, 2008

Ξέροντας το γιατί

Στη Σοφία

Όλη τη μέρα βρισκόταν στο δρόμο, περπατούσε χωρίς να ξέρει το γιατί, γυρνούσε την πόλη με τα πόδια από το πρωί λες και έτσι θα την κατακτούσε, δίπλα του τα αυτοκίνητα γυρνούσαν την πόλη ταχύτατα, σε δευτερόλεπτα, αυτά ήταν οι πραγματικοί κατακτητές της πόλης. Συνέχιζε να περπατάει μέχρι το απόγεμα, περπατούσε και ζούσε τη χαρμολύπη που προκαλεί το ημίφως, ένιωθε τη μελαγχολία που δημιουργεί η συνάντηση με τον άλλο κόσμο που δεν είναι ο πραγματικός -τα αυτοκίνητα που έκαναν το γύρο της πόλης σε δευτερόλεπτα μονάχα αυτά ήταν ο πραγματικός κόσμος-, περπατούσε και συνομιλούσε με τους ίσκιους του άλλου κόσμου που τον είχαν κυκλώσει, τους ίσκιους του ημίφωτος.
Φάνταζε ατελείωτο αυτό το απόγεμα, γύρναγε με τα πόδια την πόλη από το πρωί, κουράστηκε, από το πρωί γυρνούσε την πόλη χωρίς να ξέρει το γιατί, κάθισε σε ένα παγκάκι, γυρνούσε την πόλη ίσως επειδή ζητούσε να την κατακτήσει, ή ίσως επειδή ζητούσε να κατακτήσει τους ίσκιους που τον κύκλωναν κάθε απόγεμα και οι οποίοι δεν άνηκαν στην πραγματικότητα· τα αυτοκίνητα, αυτά ανήκουν στην πραγματικότητα, τα αυτοκίνητα είναι η πραγματικότητα.