Φεβρουαρίου 13, 2009

Άλογο περπάτημα

Την τελευταία φορά την είδα να περπατά μες στο σκοτάδι. Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το αντάρτικο, άναρχο περπάτημά της, καθώς και το λαμπύρισμα της καύτρας του τσιγάρου της που ανεβοκατέβαινε νευρικά στον αέρα και χωρίς συγκεκριμένο ρυθμό. Με πλησίασε και με χαιρέτησε με ένα ειρωνικό σχόλιο. Εγώ με τη σειρά μου ανταπέδωσα την ειρωνεία και αρχίσαμε να συζητάμε για τελευταία φορά στα λιγοστά διαθέσιμα δευτερόλεπτα…
Σε λιγότερο από μια ώρα από εκείνη τη στιγμή θα πέρναγε απ’ το νου μου το πρωινό που γνωριστήκαμε. Εγώ είχα εντελώς κλεισμένη τη φωνή μου -τo προηγούμενο βράδυ βρισκόμουν σε συναυλία στο θεατράκι των Βράχων-, κι αυτή είχε ένα πρωτόγνωρο για μένα βλέμμα -κατάφερε να με αναστατώσει και να με καθηλώσει από την πρώτη κιόλας στιγμή-, καθώς και μια αθωότητα παιδική η οποία συνόδευε όλες της τις κινήσεις… Το λοιπόν, με το ίδιο εκείνο βλέμμα με κοίταζε και αυτό το βραδάκι, κι εγώ που δεν είχα καταφέρει τόσο καιρό να το συνηθίσω απόμενα και πάλι αφοπλισμένος… Το ίδιο και με την αθωότητά της, απ’ την οποία πάντα ξαφνιαζόμουν, και που απόρρεε ακόμα και τότε, απ’ τα τελευταία της λόγια…

Δεκεμβρίου 27, 2008

Θυμάσαι…

Το τηλέφωνο χάλασε. Πνίγηκε στα δάκρυα, λούστηκε στον κρύο ιδρώτα. Οι αριθμοί σβήστηκαν από τα πλήκτρα.
Θυμάσαι; Είχαμε βάλει στοίχημα για το αν θα άντεχα. Ότι δε θα άντεχα είχες πει κι είδες το ανθρώπινο σώμα να υψώνεται και να εκτίθεται στη λύσσα του ανέμου, κοντεύοντας να κομματιαστεί… Μα αυτό τεντώθηκε ακόμη παραπάνω, όρθωσε σύσσωμο τον άνθρωπο που έκρυβε μέσα του και απελευθέρωσε την τρομακτική ανθρωπινή του δύναμή. Κι είδες ένα σωρό μαλακό πηλό να ψήνεται στον ήλιο και να σκληραίνει. Χαχα, θυμάσαι; Είχα αντέξει.

Νοεμβρίου 05, 2008

Ξέροντας το γιατί

Στη Σοφία

Όλη τη μέρα βρισκόταν στο δρόμο, περπατούσε χωρίς να ξέρει το γιατί, γυρνούσε την πόλη με τα πόδια από το πρωί λες και έτσι θα την κατακτούσε, δίπλα του τα αυτοκίνητα γυρνούσαν την πόλη ταχύτατα, σε δευτερόλεπτα, αυτά ήταν οι πραγματικοί κατακτητές της πόλης. Συνέχιζε να περπατάει μέχρι το απόγεμα, περπατούσε και ζούσε τη χαρμολύπη που προκαλεί το ημίφως, ένιωθε τη μελαγχολία που δημιουργεί η συνάντηση με τον άλλο κόσμο που δεν είναι ο πραγματικός -τα αυτοκίνητα που έκαναν το γύρο της πόλης σε δευτερόλεπτα μονάχα αυτά ήταν ο πραγματικός κόσμος-, περπατούσε και συνομιλούσε με τους ίσκιους του άλλου κόσμου που τον είχαν κυκλώσει, τους ίσκιους του ημίφωτος.
Φάνταζε ατελείωτο αυτό το απόγεμα, γύρναγε με τα πόδια την πόλη από το πρωί, κουράστηκε, από το πρωί γυρνούσε την πόλη χωρίς να ξέρει το γιατί, κάθισε σε ένα παγκάκι, γυρνούσε την πόλη ίσως επειδή ζητούσε να την κατακτήσει, ή ίσως επειδή ζητούσε να κατακτήσει τους ίσκιους που τον κύκλωναν κάθε απόγεμα και οι οποίοι δεν άνηκαν στην πραγματικότητα· τα αυτοκίνητα, αυτά ανήκουν στην πραγματικότητα, τα αυτοκίνητα είναι η πραγματικότητα.

Οκτωβρίου 17, 2008

Οι πορτοκαλιές κάλτσες

(Προλογίζοντας λίαν συντόμως να σημειώσω απλώς ότι το ακόλουθο διήγημα είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία)

Ήταν μια παιδούλα της τρίτης λυκείου, κοριτσάκι που τότε ξεκίναγε να γνωρίζει τον κόσμο, που όλα τα πράγματα τα αντιμετώπιζε σα να τα ‘βλεπε για πρώτη φορά, που τότε άρχιζε να αγαπά, να ερωτεύεται, να καψουρεύεται… Το πρόσωπό της γοητευτικό και πανέμορφο, θαρρούσες πως άνηκε σε άγγελο. Καστανά μακριά τα μαλλιά της, χυμένα στους ωμούς και μεγάλα, εκφραστικά, καταγάλανα τα μάτια της, που χανόσουν στην κόρη τους, στριφογύρναγες τόσο πολύ, που στο τέλος ζαλιζόσουν κι έκλεινες τα μάτια για να ονειρευτείς αυτό που έκρυβαν και δεν σε άφηναν να διακρίνεις. Τα χείλια της σαρκώδη, μεγάλα και κατακόκκινα· ενέπνεαν ερωτισμό…
Όμως, μάταιη η ασύλληπτη ομορφιά του προσώπου της, μιας και χανόταν στην ασχήμια του ασύλληπτα υπέρβαρου κορμιού της… Το λίπος κατέκλυζε όλο της το σώμα, η κοιλιά της σε αρκετά σημεία είχε διπλώσει, το κρέας στους γοφούς και τους μηρούς είχε κρεμάσει, με αποτέλεσμα ακόμα και το περπάτημα να είναι μαρτύριο… Μονάχα το πρόσωπό της είχε απομείνει απείραχτο και ελκυστικό να λαμποκοπά… Και αντικρίζοντάς την μονολογούσες πως θα ήταν καλύτερα το ανθρώπινο σώμα να σταματά στο κεφάλι και πως καλύτερα θα ήταν να μη συνεχίζει παρακάτω, στο στήθος, στα χέρια, στα πόδια, στο υπόλοιπο κορμί. Βάρος άρρωστο, αφύσικο, να σε κάνει να κοιτάς τον ουρανό και να βλαστημάς το Θεό που ενώ σου δίνει ένα σου στερεί άλλα δέκα, που χάρισε σε αυτό το κορίτσι το αγγελικά όμορφο πρόσωπο, μα της έδωσε και το δαιμονικά πλασμένο κορμί να τυραννιέται. Κι έτσι που την έβλεπες ζοριζόσουν να μη γελάσεις με τον άμορφο αυτόν όγκο, με τα βασανιστικά πολλά κιλά, ζοριζόσουν να μη χαχανίσεις με το σταυρό που αυτή η κοπέλα κουβαλούσε…

Σεπτεμβρίου 21, 2008

Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει

Στον Χρήστο

Οι λέξεις μέσα μου τεντώνονται. Οι λέξεις γίνονται σύννεφο. Όλο μου το είναι γίνεται σύννεφο. Οι σκέψεις μου γίνονται πουλιά και πετάνε χαμηλά. Τα πάντα μέσα μου μαρτυρούν τον ερχομό βροχής, συνθήκες ναι μεν αναγκαίες ωστόσο όχι επαρκείς… Ίσως και να ‘ναι μια απλή συννεφιά, ένα απλό παιχνίδι των πουλιών με τις νεφέλες· η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία… Τελικά, το είναι μου -όπως άλλωστε αναμενόταν- γίνεται βροχή, τα μάτια μου αστράφτουν κρυμμένα πίσω απ' τα γερμένα ματόκλαδα και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταιγίδα που ξεσπά στο ανθρώπινο κορμί, καταντάει ένα διαρκές στριφογύρισμα στο κρεβάτι, μια απλή αϋπνία, ενώ άλλοτε μετατρέπεται σε πόνο στην καρδιά, αστραπιαίο ή συνεχόμενο δεν έχει σημασία, πόνο πάντως αληθινό, τίποτα περισσότερο από το τιποτένιο αυτό συναίσθημα.