Νοεμβρίου 05, 2008

Ξέροντας το γιατί

Στη Σοφία

Όλη τη μέρα βρισκόταν στο δρόμο, περπατούσε χωρίς να ξέρει το γιατί, γυρνούσε την πόλη με τα πόδια από το πρωί λες και έτσι θα την κατακτούσε, δίπλα του τα αυτοκίνητα γυρνούσαν την πόλη ταχύτατα, σε δευτερόλεπτα, αυτά ήταν οι πραγματικοί κατακτητές της πόλης. Συνέχιζε να περπατάει μέχρι το απόγεμα, περπατούσε και ζούσε τη χαρμολύπη που προκαλεί το ημίφως, ένιωθε τη μελαγχολία που δημιουργεί η συνάντηση με τον άλλο κόσμο που δεν είναι ο πραγματικός -τα αυτοκίνητα που έκαναν το γύρο της πόλης σε δευτερόλεπτα μονάχα αυτά ήταν ο πραγματικός κόσμος-, περπατούσε και συνομιλούσε με τους ίσκιους του άλλου κόσμου που τον είχαν κυκλώσει, τους ίσκιους του ημίφωτος.
Φάνταζε ατελείωτο αυτό το απόγεμα, γύρναγε με τα πόδια την πόλη από το πρωί, κουράστηκε, από το πρωί γυρνούσε την πόλη χωρίς να ξέρει το γιατί, κάθισε σε ένα παγκάκι, γυρνούσε την πόλη ίσως επειδή ζητούσε να την κατακτήσει, ή ίσως επειδή ζητούσε να κατακτήσει τους ίσκιους που τον κύκλωναν κάθε απόγεμα και οι οποίοι δεν άνηκαν στην πραγματικότητα· τα αυτοκίνητα, αυτά ανήκουν στην πραγματικότητα, τα αυτοκίνητα είναι η πραγματικότητα.

Οκτωβρίου 17, 2008

Οι πορτοκαλιές κάλτσες

(Προλογίζοντας λίαν συντόμως να σημειώσω απλώς ότι το ακόλουθο διήγημα είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία)

Ήταν μια παιδούλα της τρίτης λυκείου, κοριτσάκι που τότε ξεκίναγε να γνωρίζει τον κόσμο, που όλα τα πράγματα τα αντιμετώπιζε σα να τα ‘βλεπε για πρώτη φορά, που τότε άρχιζε να αγαπά, να ερωτεύεται, να καψουρεύεται… Το πρόσωπό της γοητευτικό και πανέμορφο, θαρρούσες πως άνηκε σε άγγελο. Καστανά μακριά τα μαλλιά της, χυμένα στους ωμούς και μεγάλα, εκφραστικά, καταγάλανα τα μάτια της, που χανόσουν στην κόρη τους, στριφογύρναγες τόσο πολύ, που στο τέλος ζαλιζόσουν κι έκλεινες τα μάτια για να ονειρευτείς αυτό που έκρυβαν και δεν σε άφηναν να διακρίνεις. Τα χείλια της σαρκώδη, μεγάλα και κατακόκκινα· ενέπνεαν ερωτισμό…
Όμως, μάταιη η ασύλληπτη ομορφιά του προσώπου της, μιας και χανόταν στην ασχήμια του ασύλληπτα υπέρβαρου κορμιού της… Το λίπος κατέκλυζε όλο της το σώμα, η κοιλιά της σε αρκετά σημεία είχε διπλώσει, το κρέας στους γοφούς και τους μηρούς είχε κρεμάσει, με αποτέλεσμα ακόμα και το περπάτημα να είναι μαρτύριο… Μονάχα το πρόσωπό της είχε απομείνει απείραχτο και ελκυστικό να λαμποκοπά… Και αντικρίζοντάς την μονολογούσες πως θα ήταν καλύτερα το ανθρώπινο σώμα να σταματά στο κεφάλι και πως καλύτερα θα ήταν να μη συνεχίζει παρακάτω, στο στήθος, στα χέρια, στα πόδια, στο υπόλοιπο κορμί. Βάρος άρρωστο, αφύσικο, να σε κάνει να κοιτάς τον ουρανό και να βλαστημάς το Θεό που ενώ σου δίνει ένα σου στερεί άλλα δέκα, που χάρισε σε αυτό το κορίτσι το αγγελικά όμορφο πρόσωπο, μα της έδωσε και το δαιμονικά πλασμένο κορμί να τυραννιέται. Κι έτσι που την έβλεπες ζοριζόσουν να μη γελάσεις με τον άμορφο αυτόν όγκο, με τα βασανιστικά πολλά κιλά, ζοριζόσουν να μη χαχανίσεις με το σταυρό που αυτή η κοπέλα κουβαλούσε…

Σεπτεμβρίου 21, 2008

Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει

Στον Χρήστο

Οι λέξεις μέσα μου τεντώνονται. Οι λέξεις γίνονται σύννεφο. Όλο μου το είναι γίνεται σύννεφο. Οι σκέψεις μου γίνονται πουλιά και πετάνε χαμηλά. Τα πάντα μέσα μου μαρτυρούν τον ερχομό βροχής, συνθήκες ναι μεν αναγκαίες ωστόσο όχι επαρκείς… Ίσως και να ‘ναι μια απλή συννεφιά, ένα απλό παιχνίδι των πουλιών με τις νεφέλες· η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία… Τελικά, το είναι μου -όπως άλλωστε αναμενόταν- γίνεται βροχή, τα μάτια μου αστράφτουν κρυμμένα πίσω απ' τα γερμένα ματόκλαδα και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταιγίδα που ξεσπά στο ανθρώπινο κορμί, καταντάει ένα διαρκές στριφογύρισμα στο κρεβάτι, μια απλή αϋπνία, ενώ άλλοτε μετατρέπεται σε πόνο στην καρδιά, αστραπιαίο ή συνεχόμενο δεν έχει σημασία, πόνο πάντως αληθινό, τίποτα περισσότερο από το τιποτένιο αυτό συναίσθημα.

Ιουλίου 11, 2008

Το παγκάκι

Με μια πρώτη ματιά θα έλεγες πως ήταν ένα κοινό παγκάκι, όπως όλα τα άλλα, από αυτά που προσπερνάς βιαστικά και δεν κάνεις τον κόπο ούτε το κεφάλι να γυρίσεις. Στην πλάτη του υπήρχε ζωγραφισμένο το σύνθημα: «γλύψε παγωτό, κι όχι αφεντικό», έχοντας για υπογραφή ένα κατακόκκινο κεφαλαίο άλφα, το σύμβολο της αναρχίας. Στο κάτω μέρος του ξύλου τσίχλες υπήρχαν, κολλημένες εκεί για χρόνια, έτσι που είχαν γίνει σχεδόν ένα με αυτό και πλέον ο καθαρισμός τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολος. Το τσιμέντο στο οποίο ήταν ακουμπισμένο είχε εμφανίσει ραγισματιές, ενώ με τον καιρό η σκουριά είχε στάξει στα σημεία όπου το ξύλο ενωνόταν με το σίδερο. Θαρρείς, μάλιστα, πως η σκουριά είχε πάρει το σχήμα των σταγόνων της βροχής, έχοντας ποτίσει στάλες στάλες το μισοσαπισμένο ξύλο, δίνοντάς του μια σπάνια ομορφιά και μια ποιητικότητα ολωσδιόλου απροσδόκητη. Βέβαια, καθώς είναι φυσικό, οι άνθρωποι δεν το προτιμούσαν… Σαθρό, λερωμένο, με βίδες να λείπουν… Έτσι κι αυτό, είχε απομείνει θεατής του πάρκου, να παίζει κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια, να παρατηρεί τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι του, αλλά και να συνομιλεί με τα παιδιά που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους και το πλησίαζαν.

Ιουνίου 21, 2008

Ένα κεφάλι που γύρισε, το χαμόγελο που σβήστηκε

Όσο ήταν δίπλα του γέλαγε. Τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα μάγουλα που τσιτώνονταν με το ζόρι για να κρύψουν τον ατέλειωτο καημό. Την ώρα που θα χώριζαν του έπιασε το χέρι και τον φίλησε στο μάγουλο, ζώντας για λίγο την απύθμενη χαρά της παρουσίας του. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της και άρχισε να απομακρύνεται… Τότε λοιπόν, όταν πια εκείνος δεν την έβλεπε, άφησε το πρόσωπό της να χαθεί στη στενοχώρια, να σκυθρωπιάσει, να πάρει τη θωριά του άπιαστου ονείρου. Αυτός πιάστηκε αγκαζέ με την αγάπη του και συνέχισε να περπατάει ατάραχος.
Σεβντάς μεγάλος, έρωτας αληθινός. Μα, προς Θεού, εκείνος δεν έπρεπε να το μάθει. Εκείνος ήταν χαρούμενος κι αυτό της αρκούσε. Ήθελε το καλό του, το χαμόγελό του, την ευτυχία του και ας μην είχε την κοινωνία της ψυχής και του σώματος μαζί του. Άλλωστε, ήταν φυσικό να μη γυρίσει καν να την κοιτάξει. Ο καθρέφτης το έλεγε πεντακάθαρα. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα μάγουλά της, κοκάλινα μυωπικά γυαλιά έστεκαν μπροστά στα μάτια της, η μύτη της ήταν υπερβολικά μεγάλη, το περπάτημά της άχαρο… Μα είναι ποτέ δυνατόν; Αυτή θα γύρναγε να κοιτάξει;