Σεπτεμβρίου 21, 2008

Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει

Στον Χρήστο

Οι λέξεις μέσα μου τεντώνονται. Οι λέξεις γίνονται σύννεφο. Όλο μου το είναι γίνεται σύννεφο. Οι σκέψεις μου γίνονται πουλιά και πετάνε χαμηλά. Τα πάντα μέσα μου μαρτυρούν τον ερχομό βροχής, συνθήκες ναι μεν αναγκαίες ωστόσο όχι επαρκείς… Ίσως και να ‘ναι μια απλή συννεφιά, ένα απλό παιχνίδι των πουλιών με τις νεφέλες· η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία… Τελικά, το είναι μου -όπως άλλωστε αναμενόταν- γίνεται βροχή, τα μάτια μου αστράφτουν κρυμμένα πίσω απ' τα γερμένα ματόκλαδα και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταιγίδα που ξεσπά στο ανθρώπινο κορμί, καταντάει ένα διαρκές στριφογύρισμα στο κρεβάτι, μια απλή αϋπνία, ενώ άλλοτε μετατρέπεται σε πόνο στην καρδιά, αστραπιαίο ή συνεχόμενο δεν έχει σημασία, πόνο πάντως αληθινό, τίποτα περισσότερο από το τιποτένιο αυτό συναίσθημα.

Ιουλίου 11, 2008

Το παγκάκι

Με μια πρώτη ματιά θα έλεγες πως ήταν ένα κοινό παγκάκι, όπως όλα τα άλλα, από αυτά που προσπερνάς βιαστικά και δεν κάνεις τον κόπο ούτε το κεφάλι να γυρίσεις. Στην πλάτη του υπήρχε ζωγραφισμένο το σύνθημα: «γλύψε παγωτό, κι όχι αφεντικό», έχοντας για υπογραφή ένα κατακόκκινο κεφαλαίο άλφα, το σύμβολο της αναρχίας. Στο κάτω μέρος του ξύλου τσίχλες υπήρχαν, κολλημένες εκεί για χρόνια, έτσι που είχαν γίνει σχεδόν ένα με αυτό και πλέον ο καθαρισμός τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολος. Το τσιμέντο στο οποίο ήταν ακουμπισμένο είχε εμφανίσει ραγισματιές, ενώ με τον καιρό η σκουριά είχε στάξει στα σημεία όπου το ξύλο ενωνόταν με το σίδερο. Θαρρείς, μάλιστα, πως η σκουριά είχε πάρει το σχήμα των σταγόνων της βροχής, έχοντας ποτίσει στάλες στάλες το μισοσαπισμένο ξύλο, δίνοντάς του μια σπάνια ομορφιά και μια ποιητικότητα ολωσδιόλου απροσδόκητη. Βέβαια, καθώς είναι φυσικό, οι άνθρωποι δεν το προτιμούσαν… Σαθρό, λερωμένο, με βίδες να λείπουν… Έτσι κι αυτό, είχε απομείνει θεατής του πάρκου, να παίζει κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια, να παρατηρεί τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι του, αλλά και να συνομιλεί με τα παιδιά που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους και το πλησίαζαν.

Ιουνίου 21, 2008

Ένα κεφάλι που γύρισε, το χαμόγελο που σβήστηκε

Όσο ήταν δίπλα του γέλαγε. Τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα μάγουλα που τσιτώνονταν με το ζόρι για να κρύψουν τον ατέλειωτο καημό. Την ώρα που θα χώριζαν του έπιασε το χέρι και τον φίλησε στο μάγουλο, ζώντας για λίγο την απύθμενη χαρά της παρουσίας του. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της και άρχισε να απομακρύνεται… Τότε λοιπόν, όταν πια εκείνος δεν την έβλεπε, άφησε το πρόσωπό της να χαθεί στη στενοχώρια, να σκυθρωπιάσει, να πάρει τη θωριά του άπιαστου ονείρου. Αυτός πιάστηκε αγκαζέ με την αγάπη του και συνέχισε να περπατάει ατάραχος.
Σεβντάς μεγάλος, έρωτας αληθινός. Μα, προς Θεού, εκείνος δεν έπρεπε να το μάθει. Εκείνος ήταν χαρούμενος κι αυτό της αρκούσε. Ήθελε το καλό του, το χαμόγελό του, την ευτυχία του και ας μην είχε την κοινωνία της ψυχής και του σώματος μαζί του. Άλλωστε, ήταν φυσικό να μη γυρίσει καν να την κοιτάξει. Ο καθρέφτης το έλεγε πεντακάθαρα. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα μάγουλά της, κοκάλινα μυωπικά γυαλιά έστεκαν μπροστά στα μάτια της, η μύτη της ήταν υπερβολικά μεγάλη, το περπάτημά της άχαρο… Μα είναι ποτέ δυνατόν; Αυτή θα γύρναγε να κοιτάξει;

Απριλίου 19, 2008

Είμαι εδώ...


Νομίζεις πως απομακρύνθηκα… Σε βεβαιώνω ότι ποτέ δεν ήμουν πιο κοντά. Παρεξήγησες τη σιωπή μου… Κι όμως… Σώπασα για ν’ ακούσω τον ήχο της αγάπης στους χτύπους της καρδιάς σου.
Δυστυχώς, τώρα που σ' έχω ανάγκη απαντάς κι εσύ με σιωπή. Η μοναξιά έγινε ο καλύτερος φίλος μου και δε λέει να μ' εγκαταλείψει.
Ίσως να νομίζεις πως άλλαξα… Ίσως και να ‘χεις δίκιο… Δε φταίω εγώ, πίστεψε με. Δεν το ελέγχω εγώ, πίστεψε με. Δεν το θέλησα ποτέ, πίστεψε με.

Φεβρουαρίου 23, 2008

Ο ασυμβίβαστος Γεράσιμος


Είναι πρωί παραμονής Χριστουγέννων στην Ποντικούπολη. Ο ποντικούλης μας, ο Γεράσιμος, έτριβε ακατάπαυστα τα χέρια του… Έκανε κρύο και πού λεφτά για πετρέλαιο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Αλλά και από φαΐ δεν τα πήγαινε καλύτερα… Αν και δημοσιογράφος με πλούσια προϋπηρεσία, ήταν πλέον άνεργος. Μου ήθελε, βλέπεις, ο χαζός να είναι αντικειμενικός και τίμιος και τα μεγάλα συμφέροντα τον είχαν παραγκωνίσει. Και το χειρότερο; Σε αυτές τις γιορτινές μέρες, που όλοι αναζητάμε λίγη αγάπη για να ζεσταθεί η καρδιά μας, ο Γεράσιμος δεν είχε κανένα να του συμπαρασταθεί. Είχε τσακωθεί εδώ και καιρό με τους συγγενείς του, ενώ οι δήθεν φίλοι του τον είχαν αφήσει. Μη ρωτάς το γιατί, αφού το ξέρεις. Κανένας δε θέλει να είναι κοντά σου όταν δεν έχει συμφέρον. Όλοι είναι μαζί σου στις χαρές. Αλλά ούτε καν τα παιδάκια της γειτονικής ποντικότρυπας δεν πήγαν να του πούνε με τη φάλτσα, μα γλυκιά φωνούλα τους τα κάλαντα. Έτσι, ο φίλος μας, αυτά τα Χριστούγεννα βίωνε τουρτουρίζοντας τη μοναξιά του. «Να ‘σαι μονάχος σου θα πει να ‘σαι αντρειωμένος» ψέλλισε, μα μετά κούνησε απογοητευμένος δεξιά και αριστερά το κεφάλι του, μια και δυο φορές, ξέροντας ότι αυτό που είπε ήταν βλακεία και νοιώθοντας βαθιά μέσα του την απουσία μιας ποντικίσιας συντροφιάς… Στην πραγματικότητα ο χαζούλης μας ποντικός είχε αρχίσει να χάνει εδώ και καιρό την ελπίδα του. Εδώ και καιρό δεν πρόσμενε σε κάτι… «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» Με πίκρα και ψάχνοντας στη μουσική παρηγοριά, άρχισε να τραγουδάει, με μια τρεμάμμενη από το κρύο φωνή: «σ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπάνε, τρώνε βρώμικο τυρί, τρώμε βρώμικο τυρί, του κόσμου σου οι πιστοί!»